Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ο ορυκτός πλούτος "μένει" Ελλάδα



Η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου ή ποιο σωστά των ορυκτών πρώτων υλών δεν χαρακτηρίζεται από τις ίδιες προϋποθέσεις, δεν προσφέρει παρόμοιες ευκαιρίες, ούτε προσεγγίζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα σημεία του πλανήτη και όλες τις "γωνιές" της Ευρώπης. Κοινός ζητούμενο βέβαια η εφαρμογή βέλτιστων αλλά και βιώσιμων τεχνολογιών παραγωγής που ισορροπούν στο περιβάλλον, είναι αποδεκτές από την κοινωνία και αντέχουν στον οικονομικό ανταγωνισμό. Και βέβαια το μεγάλο πρόβλημα, προς πείσμα κάποιων που ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν βρίσκεται στα περιβαλλοντικά ούτε στα κοινωνικά θέματα, αλλά κυρίως στο κόστος και την δυνατότητα καθετοποιημένης παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ολοκληρωμένος παραγωγικός κύκλος κοιτασματολογικής έρευνας, εξόρυξης, εμπλουτισμού, μεταλλουργίας και τελικής χρήσης του νικελίου στην Φινλανδία. Το φτωχό κατά γενική ομολογία κοίτασμα νικελίου της Talvivaara στην ανατολική Φινλανδία στηρίζει μια εντυπωσιακή βιομηχανική αλυσίδα προϊόντων που μεγιστοποιούν το οικονομικό και κοινωνικό όφελος. Συγκεκριμένα από εμπλουτισμένο μετάλλευμα και μεταλλικό νικέλιο η Outokumpu παράγει στη βόρεια Φινλανδία το διάσημο ανοξείδωτο και κράματα χάλυβα, η Norilsk στη δυτική Φινλανδία προσθέτει αξία με νέους τύπους προϊόντων νικελίου και ο όμιλος Fiskars στη νότιο Φινλανδία κατασκευάζει τα φημισμένα οικιακά σκεύη και εργαλεία. Ένας γεωγραφικός κύκλος που ταυτίζεται απόλυτα με τον κύκλο ζωής του νικελίου (nickel life cycle). Πλήρης αξιοποίηση, καθετοποιημένη παραγωγή, μέγιστο δημόσιο-οικονομικό όφελος για την χώρα. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά ή καλύτερα στερούνται σχεδίου, στρατηγικής και στόχων. Χαραμίζεται παραγωγικό χρήμα και διαφεύγει οικονομικό κέρδος, αφού στην παρούσα φάση μοναδική επιχειρησιακή λειτουργία και αποτέλεσμα είναι τα αναμφισβήτητα πλούσια ελληνικά κοιτάσματα μόλυβδου, ψευδαργύρου, αργύρου, χρυσού, νικελίου, απλά να γίνουν ακόμη πλουσιότερα. Δηλαδή, "κατ' υπερβολή" μια τρύπα στο νερό, αφού το μεγαλύτερο κέρδος στην οικονομική αλυσίδα της μεταλλευτικής παραγωγής βρίσκεται σε εκείνους που εμπορεύονται τα τελικά μεταλλικά προϊόντα, και στους οποίους δυστυχώς δεν ανήκει σήμερα η Ελλάδα. Κάνουν δηλαδή οι Έλληνες όλη την δύσκολη δουλειά εξόρυξης και εμπλουτισμού εγχώριων κοιτασμάτων και σταματούν στη μεταλλουργία, εκεί ακριβώς που ξεκινά και υπάρχει η βασική προστιθέμενη αξία. Από τα μεγάλα και πλούσια κοιτάσματα της Χαλκιδικής στην Ολυμπιάδα, τη Πιάβιτσα και τις Σκουριές, της Θράκης, του Κιλκίς, η χώρα οφείλει να παράγει και να πουλάει μεταλλικά προϊόντα για να πετύχει ολοκληρωμένη αξιοποίηση του ορυκτού της πλούτου και να εισπράττει την υψηλότερη δυνατή μεταλλευτική αξία προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Το γεγονός αυτό μαζί με την ρεαλιστική προοπτική αύξησης των αποθεμάτων διασφαλίζουν την σταθερότητα της παραγωγής, και επεκτείνουν την χρονική διάρκεια οικονομικής βιωσιμότητας και υψηλής κερδοφορίας. Αυτό απαιτεί βέβαια μια άλλη στρατηγική αξιοποίησης πλουτοπαραγωγικών πηγών, μια διαφορετική μεταλλευτική πολιτική, ένα άλλο μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, όπου έχουν σίγουρα θέση τα βαθειά κοιτάσματα, η ανακύκλωση και η μεταλλουργία. Στην Ολυμπιάδα για παράδειγμα, το γνωστό μεγάλο κοίτασμα μπορεί να γίνει ακόμη μεγαλύτερο τόσο προς το βάθος όσο και πλευρικά, συνυπολογίζοντας στο μεταλλευτικό δυναμικό διπλανά πετρώματα που ήδη από προηγούμενες έρευνες προέκυπτε ότι και αυτά περιέχουν χρυσό. Η σημερινή εταιρία οφείλει όλα αυτά να τα βάλει σε μια σειρά, όχι μόνο σε θεωρητική βάση αλλά κυρίως στην πράξη. Να αποδείξει ότι διαθέτει τις απαραίτητες και απαιτούμενες γνώσεις για να εντοπίσει και αναδείξει το κοιτασματολογικό δυναμικό της περιοχής, και έχει τη τεχνολογική ετοιμότητα για να υλοποιήσει και να θέσει σε βιομηχανική λειτουργία την μεταλλευτική και μεταλλουργική παραγωγή. Χωρίς άλλες καθυστερήσεις, ενδοιασμούς και αναστολές. Να δείξει με άλλα λόγια ότι θέλει και μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας. Αλλού το κάνουν ευκολότερα ή δυσκολότερα με φτωχά κοιτάσματα. Τα πλούσια της Ελλάδας παραμένουν σε "ρηχά" νερά, με το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής απόδοσης να προκύπτει προς το παρόν εκτός χώρας.