The minerals resources sector is the source of a significant proportion of materials on which the society depends on. It supports regional communities, creates employment, provides facilities and enhances services, including health, education and welfare, through its contribution to local, regional and national economies. However, the growth of industrial economies, like for instance the Chinese and the Indian, has led to a tremendous upward spiral of mineral consumption, in this case accompanied by a shift of emphasis to base metals and industrial minerals for steel manufacturing and building. The demand is becoming so great that even low and deep - seated mineral concentrations can reasonably considered ore deposits. This means the European mineral industry will probably have to be reshaped in terms of exploration and exploitation practises. The main target is to increase the commodity base and range of European mineral resources. This has been frequently indicated and documented lately through in a number of European studies and market analyses (e.g. Analysis of the competitiveness of the EU Non - Energy Extractive Industry), technology platforms (e.g. European Technology Platform for Sustainable Mineral Resources), strategies (e.g. Towards Thematic Strategy on the Sustainable Use of Natural Resources), policies and initiatives (e.g. Raw materials Initiative, GMES, INSPIRE), and RTD projects (e.g. BioMine, ProMine) related to relevant FP calls. Europe shows a growing and accelerating consumption of mineral commodities. At the moment supply to meet these demands is or is not adequate cannot be stated with any precision for supply is a matter of resources and the knowledge ability to exploit them with respect to sustainability. The evidence of recent years on European metallogenetic belts proves that major new ore deposits may still be found. Europe should become world’s key asset in promoting sustainable use of mineral resources. Both primary and secondary resources, in terms of re-use of by-products and mine wastes should be exploited. Through in average over 50 years of existence the Greek Institute of Geology and Mineral Exploration acquired huge amounts of data on Greece’s geology and mineral resources. In this respect, there is great potential for future discoveries of large scale and deep-seated deposits and sustainable minerals supply from Greek source.
*Dr. Economic Geologist, IGME, Regional Division of central Macedonia, Fragon 1, 54626 Thessaloniki, Greece. narvanitidis@thes.igme.gr
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Βιώσιμη ανάπτυξη με «πράσινα» ορυκτά
Τα ορυκτά αποτελούν τις πρώτες ύλες για σημαντικά προϊόντα και κατασκευαστικές υποδομές που καλύπτουν πολλές και ποικίλες καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου και συνεισφέρουν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του. Τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα, οι ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα κτίρια και οι δρόμοι, η ενέργεια είναι μερικά παραδείγματα βασικών προϊόντων και υλικών με έντονη παρουσία ορυκτών πρώτων υλών στην σύνθεση τους. Υπολογίζεται ότι κάθε άνθρωπος καταναλώνει περίπου 17 τόνους ορυκτών τον χρόνο. Οι καταναλωτικές ανάγκες τείνουν αυξανόμενες, κυρίως λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα και τις Ινδίες, με την Ευρώπη να ακολουθεί, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν προβλέψεις για 50% πληθυσμιακή αύξηση του πλανήτη μέχρι το 2050. Και βέβαια στην εξέλιξη αυτή συμβάλλουν διαχρονικά και όλοι αυτοί που σήμερα αντιδρούν απέναντι σε κάθε μορφή εξορυκτικής δραστηριότητας και προτείνουν την κατάργηση της. Στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης η αξιοποίηση των κοιτασμάτων ορυκτών πρώτων υλών βρίσκεται στο επίκεντρο της βιώσιμης εκμετάλλευσης και διαχείρισης των φυσικών πόρων. Οι διαθέσιμες σήμερα «πράσινες» τεχνολογίες παραγωγής και η νέα γενιά «πράσινων» ορυκτών και μετάλλων, σε συνδυασμό με τις καινοτόμες οικολογικές εφαρμογές και χρήσεις που προκύπτουν, προσθέτουν πέραν της πλουτοπαραγωγικής και μετρήσιμη κοινωνική και περιβαλλοντική αξία. Ο βαθμός επάρκειας και διαθεσιμότητας των «πράσινων» μετάλλων μπορεί να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η Ελλάδα έχει ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια παραγωγή νικελίου, αλουμινίου, περλίτη, μπεντονίτη, λευκολίθου και μαρμάρων, ενώ φιλοξενεί και πλούσια κοιτάσματα βασικών, πολύτιμων και άλλων μετάλλων. Η συνολική απασχόληση στην παραγωγική διαδικασία μη-ενεργειακών ορυκτών ανέρχεται σε 22.000 εργαζόμενους και ο «τζίρος» του 2008 σε 2,5 δις. ευρώ, μεγέθη που αντιπροσωπεύουν το 10% και 5% των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Οι παραγωγές για το 2008 ανήλθαν σε περίπου 140 εκ. τόνους «κατασκευαστικών», 6 βιομηχανικών και 5,5 μεταλλικών ορυκτών, με τον εξαγωγικό προσανατολισμό μερικών από αυτά να προσεγγίζει το 65%. Η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου αποτελεί μοναδικό συγκριτικά παραγωγικό πλεονέκτημα της χώρας και εγγύηση για να μπορεί το αναπτυξιακό μοντέλο που όλοι εμείς επιλέξαμε, υπηρετούμε και απολαμβάνουμε να παραμένει βιώσιμο και προοδευτικό.
Πράσινη Οικονομία Βιώσιμη Ανάπτυξη
Το 1987 η πρωθυπουργός της Νορβηγίας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ αναφέρθηκε στην Βιώσιμη Ανάπτυξη σαν «την ανάπτυξη που αντιμετωπίζει τις σημερινές ανάγκες χωρίς να διακυβεύονται οι δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους». Πολλοί συμφώνησαν χαρακτηρίζοντας την προσέγγιση αυτή μοναδική διέξοδο για την αειφόρο αξιοποίηση των φυσικών πόρων του πλανήτη. Στην κατεύθυνση αυτή η ευρωπαϊκή στρατηγική για την βιώσιμη ανάπτυξη κατέστρωσε ένα πολύ καλά οργανωμένο, συνεκτικά δομημένο και απόλυτα ορθολογιστικό σχέδιο. Στην βάση συγκεκριμένων επιλογών, τομεακών προτεραιοτήτων και ιεραρχιμένων στόχων προέταξε την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών. Σε ένα πρώτο στάδιο πολιτικών αποφάσεων τέθηκαν σε ισχύ οι συνθήκες του Γκαίτεμποργκ για την διαμόρφωση των όρων βιωσιμότητας, της Λισσαβόνας για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης και της Βαρκελώνης για την δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και διπλασιασμό των σχετικών κονδυλίων. Σε ένα δεύτερο στάδιο ο υπηρεσιακός μηχανισμός της Ένωσης ανέλαβε την θεσμοθέτηση κατάλληλων κανονιστικών Οδηγιών και άλλων θεματικών Πρωτοβουλιών για να μετατρέψει τις αρχικές πολιτικές αποφάσεις σε διαδικαστικά και εποπτικά εργαλεία καθημερινού ελέγχου και πρακτικής. Σε ένα τρίτο στάδιο το θεσμικό πλαίσιο υιοθετείται και εναρμονίζεται εξειδικευμένα σε επιμέρους αναπτυξιακούς τομείς μέσα από επιτελικές τεχνολογικές πλατφόρμες και πρωτόκολλα χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων, με αιχμή του δόρατος το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο, 2007-2013. Στον πυρήνα όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων βρίσκεται το δικαίωμα όλων των ευρωπαίων για απασχόληση και ποιοτικό περιβάλλον, με τις αρχές και τους όρους της «πράσινης» οικονομίας. Για παράδειγμα η μεταλλευτική βιομηχανία επιλέγει την εφαρμογή «πράσινων» τεχνολογιών για την παραγωγή και την χρήση οικολογικών ορυκτών. Η νέα ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες επαναφέρει τα ορυκτά στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος προς όφελος των καθημερινών αναγκών και της ποιότητας ζωής των πολιτών. Βασικό ζητούμενο είναι ο εντοπισμός και βιώσιμη εκμετάλλευση «κρυφών» κοιτασμάτων μεγάλου βάθους, και η τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Και ενώ πολλές χώρες συντάσσονται με τις εξελίξεις αυτές, ενισχύοντας το αποθεματικό και παραγωγικό τους δυναμικό σε στρατηγικά μέταλλα, αυξάνοντας την απασχόληση και κατοχυρώνοντας την «πράσινη» οικονομία, στην Ελλάδα η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου παραμένει αντιφατική και αναποτελεσματική.
«ΧΡΥΣΑΦΙ» ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ
Το 2007 είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που τα μεταλλικά ορυκτά βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής.Η οικονομική τους αξία ακολουθεί μια «τρελή κούρσα» ανοδικής πορείας, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες χρηματιστηριακές τάσεις άλλα και οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές τους, να σπάνε τα φράγματα των καλύτερων επιδόσεων όλων των εποχών.Και βέβαια οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν μόνο στις γνωστές αναλαμπές των πολύτιμων μετάλλων,όπως είναι ο χρυσός, ο άργυρος και τα πλατινοειδή,που πολύ συχνά «σπεκουλάρονται» στη βάση χρηματιστηριακών και επενδυτικών παιχνιδιών, σε σχέση με τις νομισματικές διακυμάνσεις του δολαρίου.Στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται περισσότερο για μέταλλα βασικά στην αντιμετώπιση καθημερινών αναγκών των πολιτών, όπως είναι ο ψευδάργυρος, ο μόλυβδος, ο χαλκός, το αλουμίνιο και το νικέλιο.Νέες τεχνολογικής χρήσεις και προϊόντα,αλλά κύρια οι υψηλόρυθμες αναπτυξιακές ανάγκες της Κίνας αλλά και της Ινδίας(ο δείκτης τρέχουσας ανάπτυξης ξεπερνάει αντίστοιχα το 10%) , έχουν αυξήσει δραστικά τη ζήτηση και κατανάλωσή τους, γεγονός που τείνει να υπερδιπλασιάσει τις τιμές τους.Την ίδια στιγμή έξαντλούνται τα διαθέσιμα μεταλλικά αποθέματα με αποτέλεσμα την παραπέρα ανοδική τιμαριθμική πορεία των προαναφερόμενων μετάλλων που εμφανίζουν μέσες αυξήσεις από 1,3-3,4% την εβδομάδα μέσα στον Οκτώβριο.Οι ίδιες περίπου τάσεις παρατηρούνται και στα πολύτιμα μέταλλα με ακόμη δυναμικότερες επιμέρους αυξήσεις. Σε κάθε περίπτωση οι θετικές εκτιμήσεις για τη διατήρηση του ευνοϊκού κλίματος παραμένουν, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν προβλέψεις για νέες υπερβολικά υψηλές τιμές.Η χώρα μας είναι σημαντική παραγωγός αλουμινίου και νικελίου, ενώ η οικονομική αξία των βεβαιωμένων σήμερα αποθεμάτων χρυσού, αργύρου, ψευδαργύρου, μολύβδου και χαλκού στη Β. Ελλάδα, ανέρχεται περίπου,σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές, σε 20 δις.ευρώ.Ένα μέγεθος με ιδιαίτερα δυναμική παρουσία και προοπτική.Το ερώτημα είναι ποια άλλη παραγωγική πηγή μπορεί σήμερα να εγγυηθεί αντίστοιχη οικονομική σταθερότητα και κοινωνική πρόοδο και μάλιστα με τον μοναδικό τρόπο που αυτή μπορεί να συμβάλλει στην βιωσιμότητα της περιφερειακής ανάπτυξης.
ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΕΝΗ ΔΕΘ
Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς είναι σύμφωνοι ότι έχει ωριμάσει πλέον η σκέψη για την μετεγκατάσταση της ΔΕΘ εκτός πόλης, όπως αρμόζει στην σύγχρονη πολεοδομική αντίληψη και πρακτική ενός μεγάλου ευρωπαϊκού αστικού κέντρου. Αυτό απαιτεί βέβαια πολιτικό όραμα, στρατηγικό σχέδιο και αποφασιστικότητα χαρακτηριστικά που δυστυχώς απουσιάζουν στην περίπτωση της ΔΕΘ. Γιατί ενώ όλοι οι φορείς, σε συνδυασμό και με τις συζητήσεις και προτάσεις που υπήρξαν στο πλαίσιο χωροθέτησης της EXPO, υπερθεματίζουν για την μετακίνηση της δυτικά πρόσφατες παραφωνίες δείχνουν ανατολικά. Προωθείται για άλλη μια φορά η γνωστή συντηρητική και «νεοπλουτιστική» λύση, που ουσιαστικά καταδικάζει τον θεσμό στην γεωγραφική απομόνωση και χωροταξική ασφυξία, απέναντι σε μια προοδευτική και ανατρεπτική για τα ισχύοντα αναπτυξιακά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής επιλογή που ανοίγει νέους δυναμικούς ορίζοντες. Η υπεροχή της δυτικής πλευράς της πόλης είναι δεδομένη. Το φυσικό περιβάλλον, με την διαμόρφωση της παράκτιας ζώνης από την παρουσία δελταϊκών συστημάτων τέσσαρων ποταμών, προσφέρει σημαντική οικοτουριστική αξία. Οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι της Μακεδονίας βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Μεγάλοι οδικοί άξονες, όπως η ΠΑΘΕ και η Εγνατία, καταλήγουν και συγκλίνουν στην δυτική είσοδο κάνοντας εύκολη την πρόσβαση από όλη την Ελλάδα αλλά και την Βαλκανική ενδοχώρα. Η προαστιακή σιδηροδρομική διασύνδεση είναι απόλυτα εφικτή, ενώ η προοπτική μεταφοράς του αεροδρομίου στην ίδια περιοχή ακούγεται το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο. Επίσης, η πιλοτική εξυγίανση, αποκατάσταση και ανάπλαση μιας βιομηχανικά επιβαρημένης περιαστικής ζώνης, όπως άλλωστε συνέβει στην Λισσαβώνα, στο Παρίσι και αλλού, αποτελεί πρόκληση και ευκαιρία για την Θεσσαλονίκη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η χωροθέτηση της ΔΕΘ στα δυτικά όρια του πολεοδομικού ιστού είναι θέμα αναπτυξιακής ισσοροπίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και λειτουργικής βιωσιμότητας. Είναι καιρός σ’αυτή την πόλη να επικρατήσουν η πολεοδομική συνέπεια και οι ορθολογιστικές σκέψεις και αποφάσεις. Διαφορετικά την επόμενη φορά θα υπάρξει κάποιος που θα προτείνει τον Λαγκαδά, άλλος το Κιλκίς και πάει λέγοντας.
«ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρώπης είναι αποτέλεσμα ενός πολύ καλά οργανωμένου, συνεκτικά δομημένου και απόλυτα ορθολογιστικού σχεδίου. Στην βάση συγκεκριμένων επιλογών, τομεακών προτεραιοτήτων και ιεραρχιμένων στόχων αναζητά και επιδιώκει την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών. Σε ένα πρώτο στάδιο πολιτικών αποφάσεων τέθηκαν τα θεμέλια με τις συνθήκες του Γκαίτεμποργκ για την διαμόρφωση όρων βιώσιμης ανάπτυξης, της Λισσαβόνας για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στο πλαίσιο εφαρμογής καινοτόμων τεχνολογιών βιομηχανικής παραγωγής, και της Βαρκελώνης για την δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και διπλασιασμό των σχετικών κονδυλίων. Σε ένα δεύτερο στάδιο την σκυτάλη πήρε ο νομοπαρασκευαστικός υπηρεσιακός μηχανισμός της Ένωσης που ανέλαβε, με την θεσμοθέτηση κατάλληλων κανονιστικών Οδηγιών (π.χ. Οδηγίες για τα Νερά, τα Εδάφη, τα Απόβλητα κ.ά.), γνωμοδοτικών Εγκυκλίων(π.χ. Στρατηγική για Βιώσιμη Χρήση των Φυσικών Πόρων) και άλλων θεματικών Πρωτοβουλιών (π.χ. Πρωτοβουλία για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες-ΟΠΥ), να μετατρέψει τις αρχικές πολιτικές αποφάσεις σε διαδικαστικά και εποπτικά εργαλεία «καθημερινού» ελέγχου και πρακτικής. Σε ένα τρίτο στάδιο το θεσμικό πλαίσιο υιοθετείται και εναρμονίζεται εξειδικευμένα σε επιμέρους αναπτυξιακούς τομείς μέσα από επιτελικές τεχνολογικές πλατφόρμες( π.χ. Ευρωπαϊκή Τεχνολογική Πλατφόρμα για Βιώσιμες ΟΠΥ) και πρωτόκολλα χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων με αιχμή του δόρατος το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο, 2007-20013. Στον πυρήνα όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων βρίσκεται το δικαίωμα όλων των ευρωπαίων για απασχόληση και ποιοτικό περιβάλλον. Στην περίπτωση αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου η λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας προσαρμόζεται, αναφέρεται και υποχρεώνεται συγκεκριμένα στην αυστηρή τήρηση των νέων περιβαλλοντικών και κοινωνικο-οικονομικών απαιτήσεων και συνθηκών. Για παράδειγμα η Οδηγία για τα Μεταλλευτικά Απόβλητα περιγράφει και καθορίζει ακριβώς την διαδικασία και τις προδιαγραφές χωροθέτησης, κατασκευής και στεγανοποίησης του χώρου απόθεσης. Η καταλληλότητα του χώρου σε σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αποβλήτων εγγυώνται την ασφαλή διαχείρισή τους. Προβλέπεται ακόμη η εγκατάσταση δικτύου συστηματικής παρακολούθησης των παράπλευρων φυσικών αποδεκτών (π.χ. νερά, εδάφη), η υλοποίηση βέλτιστων μεθόδων και τεχνικών αποκατάστασης και η προτροπή για την αξιοποίηση των αποβλήτων στην πλήρωση εξορυγμένων τμημάτων του μεταλλείου. Για την παρακολούθηση της γεωτεχνικής συμπεριφοράς των γεωλογικών σχηματισμών τόσο στα υπόγεια όσο και στο επιφανειακό περιβάλλον των μεταλλείων χρησιμοποιούνται εξοπλισμός και επιστημονικές μέθοδοι που είναι αποδεκτές και βρίσκουν κοινή εφαρμογή σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Εχοντας εξασφαλίσει την βιώσιμη λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας η Ε.Ε. με την νέα Πρωτοβουλία για τις Ευρωπαϊκές ΟΠΥ επαναφέρει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος την αξιοποίηση τους προς όφελος της απασχόλησης και της ποιότητας ζωής των πολιτών. Βασικό ζητούμενο είναι η απεξάρτηση της Ένωσης από εξωευρωπαϊκές πηγές ορυκτών, η εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων και η τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Και ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συντάσσονται με τις εξελίξεις αυτές, ενισχύουν το παραγωγικό τους δυναμικό και αυξάνουν την απασχόληση, στην Ελλάδα οι μεταλλευτικές δραστηριότητες βάλλονται και εμποδίζονται ποικιλοτρόπως στην βάση ατεκμηρίωτων αναλύσεων και σεναρίων μυθοπλασίας. Η κινδυνολογική προσέγγιση που επιχειρήται δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματική σημασία και ερμηνεία των επιστημονικών δεδομένων, αλλά και τον αποτελεσματικό έλεγχο των επιπτώσεων που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και των περιβαλλοντικών πολιτικών που αφορούν στην μεταλλευτική βιομηχανία.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Η κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή αποτελούν απαραίτητες προυποθέσεις για την προώθηση σημαντικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων,κυρίως όταν αυτές έχουν ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό περιεχόμενο.Από την άλλη πλευρά η κατεστημένη νοοτροπία,τα λεγόμενα κεκτημένα δικαιώματα και τα συντεχνιακά συμφέροντα είναι οι βασικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες που εμποδίζουν την πραγματοποίηση τους.Στην βάση της προηγούμενης αποδοχής ο Τάγκε Ερλάντερ,ο σπουδαίος αυτός Σουηδός μεταρρυθμιστής,και στη συνέχεια ο διεθνιστής συμπατριώτης του Ούλοφ Πάλμε έθεσαν τον κοινωνικό σοσιαλισμό στην πρώτη γραμμή της πολιτικής τους πρακτικής.Ο αντίστοιχος οικονομικός μπορούσε να περιμένει.Στην αντιληψή τους η αναζήτηση,διαμόρφωση και δημιουργία μιας μεγάλης πλατφόρμας κοινωνικής αλληλεγγύης ήταν απαραίτητη για να φθάσει κανείς στον οικονομικό σοσιαλισμό,με επίκεντρο και βασικά ζητούμενα στην περίπτωση αυτή την δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου και το κράτος πρόνοιας.Στο αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής επιλογής στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό το Σουηδικό μοντέλλο.Οι συζητήσεις που γίνονται την περίοδο αυτή για το Ασφαλιστικό φανερώνουν για άλλη μια φορά την ολοκληρωτική έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης στην χώρα μας.Ενώ λοιπόν κάποιος θα περίμενε τους Ελληνες πολίτες να συντάσσονται με τη προποπτική ενός ενιαίου και κοινού ασφαλιστικού συστήματος,συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.Στις αποφάσεις των περισσότερων αυτό που προέχει είναι το ατομικό ή/και συντεχνιακό συμφέρον.Είναι αντίθετοι και καθόλου πρόθυμοι να συμβάλλουν και να στηρίξουν την δημιουργία ενός και μοναδικού φορέα ασφάλισης,όπως το περίφημο Σουηδικό Ασφαλιστικό Ταμείο όπου ανήκουν όλοι οι πολίτες ανεξάρτητα εισοδήματος και επαγγέλματος.Στην Ελλάδα κάποιες επαγγελματικές ομάδες ισχυρίζονται με νόημα ότι θέλουν να διαφυλάξουν τα «υγιή» ταμεία τους.Το γεγονός βέβαια ότι σ’αυτά ανήκουν επαγγέλματα υψηλών εισοδημάτων και συντάξεων δεν αποτελεί μια απλή σύμπτωση.Η λογική αυτή δεν αρμόζει σε μια κοινωνία που πάνω απ’όλα θα’πρεπε να θέτει την ανθρώπινη αλληλεγγύη και το συλλογικό συμφέρον.Γιατί στην πραγματικότητα κανείς δεν αξίζει, ούτε προσφέρει περισσότερο από τον άλλον.Όλοι έχουν δικαίωμα σ’ένα ποιοτικό,αξιοκρατικό και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.Μόνο η ενιαία μορφή του αποτελεί εγγύηση αυτής της προποπτικής.
ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΣ
Από την κοιτασματολογική έρευνα μέχρι την μεταλλευτική παραγωγή, κοινωνία και περιβάλλον συνηγορούν στην βιώσιμη εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών.
Η διαχρονική εκμετάλλευση και βιομηχανική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου έχει καθοριστική συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρώπης. Πολλά ορυκτά και πετρώματα αποτελούν βασικές πρώτες ύλες στην οικοδομική δράση και την κατασκευή δρόμων, τα περισσότερα μέταλλα χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων, ενώ συγκεκριμένα ορυκτά έχουν ειδικές εφαρμογές στην γεωργία, στα φάρμακά και άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Υπολογίζεται ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης καταναλώνει έμμεσα 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο, ενώ την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία(εξαιρουμένων των ενεργειακών πρώτων υλών)παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 30 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 260000 εργαζόμενους. Λαμβάνοντας υπόψη και την παράλληλη απασχόληση που προκύπτει, εκτιμάται ότι το μέγεθος αυτό είναι τετραπλάσιο. Από την άλλη πλευρά, είναι γνωστό ότι η μεταλλευτική παραγωγή ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει ελεγχόμενη λειτουργία και συστηματική παρακολούθηση. Τα σχετικά πρόσφατα ατυχήματα εκβολής μεταλλευτικών αποβλήτων από τις «χωματερές» των ορυχείων Aznacollar (Ισπανία) και Baia Mare(Ρουμανία),σε συνδυασμό με την εκτεταμένη διασπορά επικίνδυνων ρύπων προέκτειναν την ανησυχία της κοινής γνώμης και έπληξαν για άλλη μια φορά την δημόσια εικόνα της μεταλλευτικής βιομηχανίας .Το γεγονός αυτό και η γενικότερα επιφυλακτική στάση των πολιτών απέναντι στην βιομηχανία τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια ,είχε σαν αποτέλεσμα την απαίτηση θεσμοθέτησης ευρωπαϊκών πολιτικών για περισσότερο ανταγωνιστική, κοινωνική και περιβαλλοντική παραγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή επιτροπή εξέδωσε σειρά αποφάσεων και στρατηγικών επιλογών που προωθούν την βιώσιμη ανάπτυξη της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Σε όλες τις περιπτώσεις η διαφάνεια ,ο διάλογος και η δημόσια αντιπαράθεση με τους κοινωνικούς εταίρους βρίσκονται στο επίκεντρο των νέων θεσμικών αναζητήσεων. Η ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία (συμπερiλαμβανόμενης και της ελληνικής) ανταποκρίθηκε θετικά στις προκλήσεις αυτές συμμετέχοντας σε πρωτοβουλίες, που συχνά ανέλαβε και προώθησε η ίδια, σχετικά με ερευνητικές, παραγωγικές και διοικητικές δράσεις για την έκδοση Θεματικής Στρατηγικής Βιώσιμης Εκμετάλλευσης των Ορυκτών Πρώτων Υλών, την σύσταση Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας για Βιώσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες, την ανάδειξη Δεικτών Βιώσιμης Ανάπτυξης της Μεταλλευτικής Παραγωγής κ.α. Ολες οι τρέχουσες ενέργειες είναι συμβατές με τους τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης για προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. αποφυγή χρήσης επικίνδυνων ουσιών),κοινωνική συνοχή (π.χ. ανοικτή επικοινωνία με τις τοπικές κοινωνίες)και ανταγωνιστική και επιχειρηματικά υπεύθυνη παραγωγική διαδικασία (π.χ. υγιείς και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, ορθολογική χρήση γης).Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο ιδιαίτερα ευνοϊκή για την αγορά των μετάλλων, ενώ την ίδια στιγμή η προώθηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας «REACH» για την προστασία των καταναλωτών από επικίνδυνες χημικές ουσίες, ενδέχεται να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εισαγωγή μεταλλευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, αφού η ποιότητα τους δεν πληροί τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. θα χρειασθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά να υποστηρίξει, να προωθήσει και να αναπτύξει την εγχώρια μεταλλευτική της παραγωγή. Οι πολίτες καλούνται με την σειρά τους να συνδράμουν σε μια ελεγχόμενη και βιώσιμη λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας, Πολλές από τις ανάγκες της Ε.Ε. σε πρώτες ύλες, που σήμερα εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από εισαγόμενα μεταλλικά και βιομηχανικά ορυκτά, θα πρέπει πλέον να καλυφθούν με την προοδευτική εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων. Ακόμη οι ανάγκες αυτές τείνουν διαρκώς αυξανόμενες αφού μετά την είσοδο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, το 2007, το καταναλωτικό δυναμικό της Ευρώπης των 27 θα πλησίάσε τον πληθυσμό των 490εκ.(ξεπερνά τον αμερικανικό και τον ιαπωνικό μαζί),ενώ το αντίστοιχο ΑΕΠ θα κυμανθεί στα 14290 δις δολ., μεγαλύτερο από τα 13943 των Η.Π.Α. Τα συγκεκριμένα μεγέθη, σε συνδυασμό με την αδυναμία τρίτων χωρών να προσαρμοσθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά στις αυστηρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρώπης δείχνουν ότι η Ε.Ε. επιβάλλεται να επιταχύνει την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της προς όφελος της ευημερίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών της. Στην πορεία αυτή η χώρα μας μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αφού κυριαρχεί ήδη στην ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου, νικελίου, μπεντονίτη, λευκολιθου ενώ παράλληλα διαθέτει πλούσια κοιτάσματα χαλκού, ψευδαργύρου, μολύβδου, χρυσού και αργύρου. Η αξιοποίηση των τελευταίων διαθέτει παραγωγική και ανταγωνιστική δυναμική που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη και απασχόληση.
Η διαχρονική εκμετάλλευση και βιομηχανική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου έχει καθοριστική συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρώπης. Πολλά ορυκτά και πετρώματα αποτελούν βασικές πρώτες ύλες στην οικοδομική δράση και την κατασκευή δρόμων, τα περισσότερα μέταλλα χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων, ενώ συγκεκριμένα ορυκτά έχουν ειδικές εφαρμογές στην γεωργία, στα φάρμακά και άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Υπολογίζεται ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης καταναλώνει έμμεσα 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο, ενώ την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία(εξαιρουμένων των ενεργειακών πρώτων υλών)παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 30 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 260000 εργαζόμενους. Λαμβάνοντας υπόψη και την παράλληλη απασχόληση που προκύπτει, εκτιμάται ότι το μέγεθος αυτό είναι τετραπλάσιο. Από την άλλη πλευρά, είναι γνωστό ότι η μεταλλευτική παραγωγή ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει ελεγχόμενη λειτουργία και συστηματική παρακολούθηση. Τα σχετικά πρόσφατα ατυχήματα εκβολής μεταλλευτικών αποβλήτων από τις «χωματερές» των ορυχείων Aznacollar (Ισπανία) και Baia Mare(Ρουμανία),σε συνδυασμό με την εκτεταμένη διασπορά επικίνδυνων ρύπων προέκτειναν την ανησυχία της κοινής γνώμης και έπληξαν για άλλη μια φορά την δημόσια εικόνα της μεταλλευτικής βιομηχανίας .Το γεγονός αυτό και η γενικότερα επιφυλακτική στάση των πολιτών απέναντι στην βιομηχανία τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια ,είχε σαν αποτέλεσμα την απαίτηση θεσμοθέτησης ευρωπαϊκών πολιτικών για περισσότερο ανταγωνιστική, κοινωνική και περιβαλλοντική παραγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή επιτροπή εξέδωσε σειρά αποφάσεων και στρατηγικών επιλογών που προωθούν την βιώσιμη ανάπτυξη της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Σε όλες τις περιπτώσεις η διαφάνεια ,ο διάλογος και η δημόσια αντιπαράθεση με τους κοινωνικούς εταίρους βρίσκονται στο επίκεντρο των νέων θεσμικών αναζητήσεων. Η ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία (συμπερiλαμβανόμενης και της ελληνικής) ανταποκρίθηκε θετικά στις προκλήσεις αυτές συμμετέχοντας σε πρωτοβουλίες, που συχνά ανέλαβε και προώθησε η ίδια, σχετικά με ερευνητικές, παραγωγικές και διοικητικές δράσεις για την έκδοση Θεματικής Στρατηγικής Βιώσιμης Εκμετάλλευσης των Ορυκτών Πρώτων Υλών, την σύσταση Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας για Βιώσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες, την ανάδειξη Δεικτών Βιώσιμης Ανάπτυξης της Μεταλλευτικής Παραγωγής κ.α. Ολες οι τρέχουσες ενέργειες είναι συμβατές με τους τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης για προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. αποφυγή χρήσης επικίνδυνων ουσιών),κοινωνική συνοχή (π.χ. ανοικτή επικοινωνία με τις τοπικές κοινωνίες)και ανταγωνιστική και επιχειρηματικά υπεύθυνη παραγωγική διαδικασία (π.χ. υγιείς και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, ορθολογική χρήση γης).Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο ιδιαίτερα ευνοϊκή για την αγορά των μετάλλων, ενώ την ίδια στιγμή η προώθηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας «REACH» για την προστασία των καταναλωτών από επικίνδυνες χημικές ουσίες, ενδέχεται να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εισαγωγή μεταλλευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, αφού η ποιότητα τους δεν πληροί τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. θα χρειασθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά να υποστηρίξει, να προωθήσει και να αναπτύξει την εγχώρια μεταλλευτική της παραγωγή. Οι πολίτες καλούνται με την σειρά τους να συνδράμουν σε μια ελεγχόμενη και βιώσιμη λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας, Πολλές από τις ανάγκες της Ε.Ε. σε πρώτες ύλες, που σήμερα εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από εισαγόμενα μεταλλικά και βιομηχανικά ορυκτά, θα πρέπει πλέον να καλυφθούν με την προοδευτική εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων. Ακόμη οι ανάγκες αυτές τείνουν διαρκώς αυξανόμενες αφού μετά την είσοδο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, το 2007, το καταναλωτικό δυναμικό της Ευρώπης των 27 θα πλησίάσε τον πληθυσμό των 490εκ.(ξεπερνά τον αμερικανικό και τον ιαπωνικό μαζί),ενώ το αντίστοιχο ΑΕΠ θα κυμανθεί στα 14290 δις δολ., μεγαλύτερο από τα 13943 των Η.Π.Α. Τα συγκεκριμένα μεγέθη, σε συνδυασμό με την αδυναμία τρίτων χωρών να προσαρμοσθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά στις αυστηρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρώπης δείχνουν ότι η Ε.Ε. επιβάλλεται να επιταχύνει την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της προς όφελος της ευημερίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών της. Στην πορεία αυτή η χώρα μας μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αφού κυριαρχεί ήδη στην ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου, νικελίου, μπεντονίτη, λευκολιθου ενώ παράλληλα διαθέτει πλούσια κοιτάσματα χαλκού, ψευδαργύρου, μολύβδου, χρυσού και αργύρου. Η αξιοποίηση των τελευταίων διαθέτει παραγωγική και ανταγωνιστική δυναμική που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη και απασχόληση.
Ενεργειακές πηγές και περιβάλλον
Η ενέργεια και το περιβάλλον βρίσκονται στο επίκεντρο της ενημέρωσης και τυγχάνουν ευρείας δημόσιας προβολής. Η κοινή γνώμη ενδιαφέρεται και οι πολίτες κατανοούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά την σημασία και την συμβολή τους στην διαμόρφωση κατάλληλων αναπτυξιακών όρων και ποιoτικότερης ζωής. Βέβαια δημιουργείται πολλές φορές η στρεβλή αντίληψη ότι οι διαδικασίες ενεργειακής εκμετάλλευσης και παραγωγής προκαλούν απαραίτητα επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Είναι επιστημονικά γνωστές οι περιβαλλοντικές αδυναμίες των διαφόρων ενεργειακών πηγών και οι τρόποι με τους οποίους αυτές ελέγχονται, διαχειρίζονται και αντιμετωπίζονται. Από την άλλη πλευρά είναι φανερή η υπαρξιακή και λειτουργική αλληλεξάρτηση τους αφού το φυσικό περιβάλλον προδιαγράφει τις ενεργειακές δυνατότητες κάθε περιοχής. Οι γνωστές σήμερα πηγές ενέργειας εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, βαθμό και προοπτικές αξιοποίησης στην χώρα μας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ευρωπαϊκή ατζέντα και στρατηγική για βιώσιμες ενεργειακές επιλογές. Τα ορυκτά καύσιμα όπως είναι το πετρέλαιο και ο λιθάνθρακας, εξακολουθούν να στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια ενεργειακή παραγωγή. Στην Ελλάδα ο λιγνίτης παραμένει η σημαντικότερη ενεργειακή πρώτη ύλη, αποδίδοντας περίπου το 70% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι όποιες επιπτώσεις στο περιβάλλον συνδέονται περισσότερο με προβλήματα τοπικής και περιφερειακής κλίμακας(π.χ. διαχείριση ιπτάμενης τέφρας), ενώ οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές δεν είναι αξιολογήσιμες. ΟΙ υδροηλεκτρικές πηγές έχουν την δική τους συμβολή και παρά την σχετικά ήπια σχέση τους με το περιβάλλον αντιμετωπίζουν κατά καιρούς οικολογικές αντιδράσεις. Το φυσικό αέριο με την περιβαλλοντική υπεροχή του, αποτελεί βασική ενεργειακή επιλογή για την Ελλάδα και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με μοναδική επιφύλαξη την διαχρονική εξάρτηση των παροχών του από την πολιτική σταθερότητα των χωρών από τις οποίες διέρχονται οι αγωγοί. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας(ΑΠΕ-ηλιακή, αιολική, γεωθερμική)λειτουργούν περισσότερο σαν πηγές θερμικής, και λιγότερο ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά το γεγονός ότι αποτελούν βασική ευρωπαϊκή επιλογή, λόγω της φιλικής τους σχέσης με το περιβάλλον, δεν γλυτώνουν ούτε αυτές τις οικολογικές αντιρρήσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις ανεμογεννήτριες. Η βιομάζα, που έχει περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά με τις ΑΠΕ, ως προς τις χρήσεις και τις εφαρμογές, βρίσκεται σε διαρκή αμφισβήτηση. Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί κυρίαρχη επιλογή πολλών χωρών της Ε.Ε. όπου λειτουργούν 147 αντιδραστήρες με βασικό παράδειγμα τις περιπτώσεις οικολογικά ευαίσθητων χωρών όπως είναι η Σουηδία. Στην πυρηνική τεχνολογία έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά βήματα λειτουργικής και περιβαλλοντικής (αποθήκευση αποβλήτων) προόδου. Οι επιφυλάξεις που συνδέονται με τις σεισμογενείς περιοχές είναι βάσιμες αν και αυτό δεν εμπόδισε την λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων στην Ιαπωνία.
Εγχειρίδιο Ανάπτυξης στα Ελληνικά
Η Ελλάδα διεκδικεί την απόλυτη πρωτοτυπία στην διαρθρωτική λειτουργία των περισσότερων κοινοφελών και αναπτυξιακών της υποδομών. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ίσως το μοναδικό στην Ευρώπη που παράγει πτυχία χωρίς επαγγελματική αξία και ανταπόκριση. Το αποκαλούμενο εθνικό σύστημα υγείας παραμένει αναξιόπιστο και αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους πολίτες. Αυτό όμως που με μεγάλη διαφορά παίρνει το πρώτο βραβείο ευρυσιτεχνίας είναι το ελληνικό εγχειρίδιο για την βιώσιμη ανάπυξη. Με τις οδηγίες χρήσης και βέλτιστης πρακτικής που παρέχει, η διαχρονικά «κακομαθημένη» και εγκλωβισμένη σε εξιουσιοκεντρική ομηρία γεωργία έχει οδηγηθεί σε παραγωγική απραξία και μαρασμό. Ο τουρισμός έχει αφεθεί να εξελλίσεται με την μέθοδο του αυτόματου πιλότου με υπηρεσίες που στοχεύουν περισσότερο στο εύκολο εμπορικό κέρδος και λιγότερο στις ποιοτικές παροχές. Η οικοδομική δραστηριότητα ανακυκλώνεται στο πλαίσιο ενός ανεξέλεγκτου οικονομικού κύκλου στην βάση πολεοδομικών υπερβάσεων, παραβιάσιων και αυθαιρεσιών. Η πρωτογενής βιομηχανία που θα μπορούσε να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την υπεράσπιση και την σταδιακή ανόρθωση της πραγματικής οικονομίας στην χώρα βρίσκεται και αυτή υπό κατάρρευση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των ελληνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών μεταξύ των οποίων του ορυκτού πλούτου. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Εμποδίζεται και απειλείται «βίαια» η λειτουργιά πολλών ενεργών μεταλλευτικών και λατομικών δραστηριοτήτων που, ενώ παράγουν προστιθέμενη αξία και απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, βάλλονται από «περίεργους» οικολόγους και άλλα οικονομικά συμφέροντα. Αποτέλεσμα της αναπτυξιακής αυτής στρεβλότητας είναι η μείωση «υγειών» οικονομικών πόρων, η αύξηση του ελλείματος στο ισοζύγιο πληρωμών και η καταστροφή της συνοχής του κοινωνικού ιστού σε τοπικό αλλά και εθνικό επίπεδο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στηρίζουν τη ανάπτυξη τους στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν. Αυτός ο απλός κανόνας φαίνεται πως απουσιάζει από το ελληνικό εγχειρίδιο. Μάλλον βολεύει περισσότερο το Βατοπεδικό μοντέλλο σύμφωνα με το οποίο οι χρήσεις γης επιλέγονται στην βάση της οικονομικής «αυθαιρεσίας» και όχι της βιώσιμης και ορθολογικής ανάπτυξης.
ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Στις μέρες μας ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός δεν διαθέτει τον μοραλισμό,την αθωότητα και την ιδεολογική δυναμική παλαιότερων εποχών.Αντίθετα χαρακτηρίζεται από αμφισβητούμενες,αλλαζονικές και όχι τόσο δημοκρατικές επιλογές και βαδίζει συχνά σε επικίνδυνους και αδιέξοδους δρόμους. Ειδικότερα στην περιοχή μας,ομάδες με “χλωμές” βλέψεις και ένα κατασκευασμένο οικολογικό μανδύα εκμεταλλεύονται τις δικαιολογημένες πολλές φορές περιβαλλοντικές ευαισθησίες και ανησυχίες των απλών πολιτών για να εξυπηρετήσουν αποκλειστικά τις δικές τους κοινωνικές και άλλες επιδιώξεις.Οι περίτεχνα προβεβλημένοι εκφραστές τους εμφανίζουν αριβίστικες τάσεις και προσπαθούν να κινούνται στον χώρο της υψηλής διανόησης.Συνήθως αυτοαποκαλούνται κοινωνίες πολιτών(η μήπως είναι «πωλητών»).Βέβαια όπως λένε, οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τα παραδείγματα πολλά, αποδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό την ηθική αντίφαση, την ελιτίστικη συμπεριφορά και την αυταρχική τους φυσιογνωμία. Απαρτίζονται από πυρήνες ατόμων, που τα ξέρουν όλα, αρνούνται τον διάλογο και «φλομώνουν» τον κόσμο με επιστημονικές ανακρίβειες και κινδυνολογικά σενάρια.Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, σημαντικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και υποδομές για την ποιότητα ζωής (που εγγυώνται η οικονομική πρόοδος, η εργασιακή σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή, η περιβαλλοντική προστασία) της πλειοψηφίας των πολιτών, να παραμένουν σε μια κατάσταση αδράνειας και διαδικαστικών αγκυλώσεων. Με αντιλήψεις, κάθε άλλο παρά ανθρωποκεντρικές, οι ομάδες αυτές αδιαφορούν, η αν θέλετε παραπλανούν την κοινή γνώμη από τις πραγματικές επιπτώσεις στο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Στην περίπτωση για παράδειγμα της υποθαλάσσιας αρτηρίας, οι περιβαλλοντικοί λόγοι, που βρίσκονται στην βάση των αντιδράσεων δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, ούτε αποδεικνύονται από συγκεκριμένες μελέτες. Αλλωστε δεν φτάνει παρά να ρίξουμε μια ματιά στους δεκάδες χιλιομέτρων υπόγειους οδικούς άξονες που διασχίζουν τα ιστορικά κέντρων πολλών ευρωπαϊκών πόλεων, αποσυμφορίζοντας την συγκοινωνιακή κυκλοφορία και βελτιώνοντας την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος.Είναι ολοφάνερο ότι, η πόλη μας χρειάζεται νέες και σύγχρονες συγκοινωνιακές υποδομές. Η υποθαλάσσια αρτηρία ανήκει στην κατηγορία αυτή και βρίσκεται στην σωστή κατεύθυνση σταδιακής ανακούφισης της καθημερινής ζωής δεκάδων χιλιάδων πολιτών. Τα όποια οικολογίστικα η άλλα μικροσυμφέροντα, αλλά και άλλες ενδεχόμενα επιχειρησιακές παραλήψεις και συμβατικές αδυναμίες μπορούν ν’ αποτελέσουν θέματα επακόλουθων διορθωτικών κινήσεων, και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρεμποδίσουν την κατασκευαστική έναρξη του έργου.Αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να ενδιαφέρει είναι η λειτουργική του ασφάλεια και αρτιότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσπάθειες ομάδων με γκρίζες οικολογικές αποχρώσεις,να παρεμποδίσουν την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας.Στην περίπτωσή τους η οικολογική στάση που προβάλλουν εξαντλείται στα όρια μιας αυστηρά γεωγραφικής και τοπικιστικής αντίληψης. Εδώ ισχύει η γνωστή φράση που λέει ότι « δέχομαι τα πάντα, αρκεί να μην είναι μέσα στην αυλή μου».Είναι όμως γνωστό ότι οι θέσεις που εντοπίζονται τα εκμεταλλεύσιμα και χρήσιμα ορυκτά και πετρώματα ελέγχονται αποκλειστικά από φυσικές διεργασίες, και δεν βρίσκονται εκεί που εμείς θα θέλαμε . Παρά το γεγονός αυτό ορισμένοι παντογνώστες και «ειδικοί» συνεχίζουν να σπεκουλάρουν με τον τρόπο που τους βολεύει, γύρω από τα θέματα οικονομικής αξιοποίησης, αλλά ακόμη και αυτά που σχετίζονται με την διαχείριση του περιβάλλοντος και της απασχόλησης. Την αμέσως επόμενη στιγμή οι υποτιθέμενοι αυτοί υποστηρικτές και προστάτες της οικολογικής συνείδησης και ηθικής οδηγούν χωρίς κανένα περιβαλλοντικό ενδιασμό τα δαπανηρά και ρυπογόνα αυτοκίνητά τους και καταναλώνουν για τις καθημερινές υλικές τους ανάγκες και απολαύσεις δεκάδες τόνους ορυκτών πρώτων υλών και προϊόντων(είναι γνωστό ότι κάθε ευρωπαίος καταναλώνει περίπου 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο). Αλήθεια σε ποιο σημείο μπορεί κανείς να διακρίνει έστω και ίχνη ηθικής στάσης και συμπεριφοράς. Αναρωτιούνται ποτέ για το γεγονός, ότι ευτυχώς για όλους μας, σε κάποιες άλλες περιοχές της Ελλάδας, της Ευρώπης και του πλανήτη παράγονται τα μέταλλα που είναι απαραίτητα στις βιομηχανίες αυτοκινήτων, ψυγείων, τηλεοράσεων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα ορυκτά για παρασκευή φαρμάκων, χρωμάτων, καυσίμων και τα αδρανή υλικά για την κατασκευή των σπιτιών και των δρόμων μας. Προβληματίζονται πόσες περιοχές επιβαρύνουν τους φυσικούς τους αποδέκτες με λιπάσματα και άλλες ουσίες για να υπάρχουν σήμερα διαθέσιμες ποσότητες τροφίμων.Το πιο πιθανό είναι ότι οι ομάδες αυτές οριοθετούν τα οικολογικά τους ενδιαφέροντα στο άμεσο περιβάλλον των προσωπικών και στενά συλλογικών τους συμφερόντων. Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει και επιβάλλεται να έχει υψηλή οικολογική συνείδηση και ευαισθησία, πάντα όμως στο πλαίσιο μιας πλανητικής ηθικής στάσης και αλληλλεγύης.Λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που ο ίδιος έχει επιλέξει και δεχθεί,οφείλει να γνωρίζει ότι όλες οι περιβαλλοντικές προσεγγίσεις και εκτιμήσεις είναι βιώσιμες μόνο όταν είναι σε θέση να διασφαλίσουν την σταθερή πορεία της οικονομίας και την δυναμική εξέλιξη της απασχόλησης.Οσο για τους εκφραστές της οικολογικής αντίφασης είναι καλύτερα ν’ αποκαταστήσουν πρώτα την ατομική τους ηθική στάση απέναντι στο περιβάλλον, γιατί με τον τρόπο που συμπεριφέρονται σήμερα αποτελούν ίσως την μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον του πλανήτη.
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι αναπτυξιακές δραστηριότητες βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με το περιβάλλον, με την έννοια ότι στην βάση μιας γενικευμένης αντίληψης συμβάλλουν σημαντικά στην υποβάθμισή του.Από την άλλη πλεύρα οι περισσότεροι δέχονται ότι τα δύο θέματα είναι ζωτικής σημασίας και θεωρούν ότι στην σημερινή πραγματικότητα είναι καταδικασμένα να συνυπάρξουν.Είναι βέβαιο ότι η αναπτυξιακή πρόοδος δημιουργεί τις προυποθέσεις για την διασφάλιση από την μια μεριά της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης του περιβάλλοντος από την άλλη.Σε κάθε περίπτωση ο βαθμός προστιθέμενης αξίας που προκύπτει για την ποιότητα της καθημερινής ζωής του ανθρώπου είναι συνάρτηση του κοινωνικού συνόλου στο οποίο λειτουργεί.Είναι λοιπόν απαραίτητο κάθε χώρα να κάνει τις δικές της αναπτυξιακές επιλογές με σαφή ανάγνωση,αναφορά, προσέγγιση και αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αυτές συνεπάγονται.Στην Ελλάδα η στρατηγική αναζήτηση της αναπτυξιακής της ταυτότητας έχει χάσει τον δρόμο της ενώ οι συζητήσεις για την τύχη της καταλήγουν σε μια κατάσταση πρόχειρων και αποσπασματικών προσεγγίσεων.Η αγροτική παραγωγή δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων αφού δεν κατόρθωσε να προσαρμοσθεί στις εκάστοτε εξωτερικές αλλαγές και να προσελκύσει στο δυναμικό της νέους και περισσότερο καταρτισμένους ανθρώπους, ενώ την ίδια στιγμή, με την επιμονή της στην παραδοσιακή γεωργία δεν σεβάσθηκε το περιβάλλον.Οι βιοτεχνικές δραστηριότητες, με το «ευρωπαικό» πλέον κόστος εργασίας, φάνηκαν να χάνουν την μάχη από τον επιθετικό ανταγωνισμό που στην αρχή είχε βόρεια προέλευση, στη σύνέχεια ανατολική και σήμερα άπω-ανατολική.Η τουριστική βιομηχανία ακολούθησε στρεβλή αναπτυξιακή πορεία, με αποτέλεσμα η χώρα μας ν’άποτελεί σήμερα «ακριβό» προορισμό για πολλούς ευρωπαίους πολίτες.Επίσης η επιχειρησιακή σταθερότητα και απόδοση της δέχεται εύκολα τις επιπτώσεις αστάθμιτων παραγόντων όπως για παράδειγμα είναι η παρουσία φυσικών καταστροφών.Η ποιοτική της διάσταση παραμένει και αυτή προβληματική κύρια σε ότι αφορά τις παρεχόμενες υπηρεσίες αλλά και την διαχείριση του περιβάλλοντος.Η χώρα μας χρειάζεται ένα Εθνικό Αναπτυξιακό Μοντέλλο που θα διέπεται από την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και θ’αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για την δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, τις κατευθύνσεις του επαγγελματικού προσανοτολισμού και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η Νορβηγία στήριξε με επιτυχία την ανάπτυξη της στα πλούσια αποθέματα πετρελαίου που διαθέτει, η Φιλλανδία μετέτρεψε μια συμβατική βιομηχανία ελαστικών όπως ήταν η ΝΟΚΙΑ σε βιομηχανία παραγωγής υψηλής τεχνολογίας, ενώ η Πορτογαλλία επένδυσε στην καθετοποιημένη αξιοποίηση των πλούσιων μεταλλευμάτων της.Ο ορυκτός πλούτος στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό συγκριτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα σε μια προοπτική νέων ανάπτυξιακών επιλογών.Μήπως ήρθε η ώρα να πάρει την θέση που του αρμόζει και να βρεθεί στο παραγωγικό προσκήνιο της χώρας ?
STOP CLIMATE CHANGE
If we humans want to stop climate change, then we have a huge task ahead of us.
We need to stop continents moving, stop the shape of the sea floor changing, stop pulling apart the ocean floors, stop building mountains, stop volcanoes belching out greenhouse gases and dust, stop hot flushes of gas rising from the Earth's core, stop earthquakes, stop comets breaking up in the upper atmosphere, stop the changes in the Earth's orbit, stop the cycles of solar changes and stop radiation hitting Earth from deep space. Our generation did not discover climate change; the Earth's climate has always changed.
If we stopped burning fossil fuels, this would make not one iota of difference to the global climate. The forces of Nature are far greater than the motor car. Previous climate changes have been cyclical and sudden. Previous changes have been in the order of decades and temperature changes have been far greater than recent temperature changes. Because of lags resulting from the large volume of seawater and ice, any sea level rise or changes in the ice sheets result from events that took place hundreds to thousands of years earlier.
Over time, humans have endured great climate changes. Periods of cold climate, especially combined with decreased sunspot activity, volcanicity and pandemics, have greatly depopulated the Earth. Humans and other organisms have thrived in times of warm climate. We humans live on ice sheets, on mountains, at the tropics, at sea level and in deserts. We are adaptable.
If we moved from Helsinki to Singapore, the average temperature rise would be 22 degrees Celsius yet this warmth does not seem to be lethal for Singaporeans. Both animals and plants constantly migrate to adapt to climate change.
The main greenhouse gas is water vapour. Without water vapour, planet Earth would enjoy an average temperature of a balmy minus 18 degrees Celsius. Other greenhouse gases are trace gases, including carbon dioxide. Only 0.117% of the carbon dioxide in the atmosphere is of human origin and carbon dioxide is not a pollutant. It is plant food. The addition of carbon dioxide to the atmosphere has been taking place for 4,600 million years. It is still taking place. Balancing the books on where carbon dioxide comes from and where it goes is hopelessly inadequate showing how little we know about how big natural systems on planet Earth work.
The climate change cacophony demonstrates that the community knows little about how our dynamic evolving planet works. A little bit of basic geology would be a good start. An understanding of the processes of science would be another good start. Science is married to evidence that derives from observation, calculation, measurement and experiment. Scientists argue about the validity of this evidence and whether the evidence is in accord with everything else that has been validated. Science then tries to explain the evidence with a theory. Theories are refuted with new thinking and new evidence. Science is evolutionary, self-adjusting, and anarchistic and bows to no authority. Science has no moral, political or religious view about anything.
The past President of the Royal Society told us that the science on human-induced global warming is settled. A previous President of the Royal Society also used his authority, this time to inform us that it is impossible for heavier than air machines to fly!
Science is not about consensus or belief; these words are those of politics and religion. Science is a celebration of uncertainty. Scepticism and criticism are valued and information from all different disciplines is integrated in an attempt to understand the world around us. Because the current theory on human-induced climate change is not in accord with validated geology and astronomy, then the theory must be rejected. However, the idea that wealthy western humans change global climate is an attractive ascientific idealistic political idea and this idea is currently promoted with great missionary zeal.
The tail has wagged the dog and squeaky wheels and a sensationalist media have forced both major political parties, against their better judgment, to make political comments about climate change. These comments have nothing to do with science. They are pragmatic political survival.
What is interesting is that the squeaky wheels are in affluent western countries that have lost the religious structure to society. Climate change has become the new dogmatic religion and woes betide heretics, sinners and the wealthy. We are all now to pay papal carbon indulgences to the Archbishops of climate change (on the condition that such payments only hurt a little).
My concerns are that the great gains made in the Enlightenment regarding logic, argument, challenges to authority, rationality, the use of evidence and an understanding of the world around us have been lost in the space of a decade. This was an incredible politically driven social change. The word sceptic is now a pejorative word and criticism, questioning and the integration of a broad spectrum of science is either dismissed or regarded as evil. There is no climate change debate, only dangerous dogma, the constriction of thinking processes and a negative view of the future.
Any future great environmental problems can only be solved by science and if the weapons of science are removed, then we place society at risk. Children now have a negative view of the future rather than equipping themselves with the tools to make the Earth a better place. We are now starting to reap the rewards of dumbing down science education. The real message from the politics of climate change is that science education is in a woeful state. Society is again in one of its great backward swings.
The only good news is that those who have only known the good times are reminded to be frugal with energy and resources and not to throw waste into our waterways and atmosphere. But we knew this anyway, didn't we.
Ian Plimer is the Professor of Mining Geology at The University of Adelaide and Emeritus Professor of Earth Sciences at The University of Melbourne
We need to stop continents moving, stop the shape of the sea floor changing, stop pulling apart the ocean floors, stop building mountains, stop volcanoes belching out greenhouse gases and dust, stop hot flushes of gas rising from the Earth's core, stop earthquakes, stop comets breaking up in the upper atmosphere, stop the changes in the Earth's orbit, stop the cycles of solar changes and stop radiation hitting Earth from deep space. Our generation did not discover climate change; the Earth's climate has always changed.
If we stopped burning fossil fuels, this would make not one iota of difference to the global climate. The forces of Nature are far greater than the motor car. Previous climate changes have been cyclical and sudden. Previous changes have been in the order of decades and temperature changes have been far greater than recent temperature changes. Because of lags resulting from the large volume of seawater and ice, any sea level rise or changes in the ice sheets result from events that took place hundreds to thousands of years earlier.
Over time, humans have endured great climate changes. Periods of cold climate, especially combined with decreased sunspot activity, volcanicity and pandemics, have greatly depopulated the Earth. Humans and other organisms have thrived in times of warm climate. We humans live on ice sheets, on mountains, at the tropics, at sea level and in deserts. We are adaptable.
If we moved from Helsinki to Singapore, the average temperature rise would be 22 degrees Celsius yet this warmth does not seem to be lethal for Singaporeans. Both animals and plants constantly migrate to adapt to climate change.
The main greenhouse gas is water vapour. Without water vapour, planet Earth would enjoy an average temperature of a balmy minus 18 degrees Celsius. Other greenhouse gases are trace gases, including carbon dioxide. Only 0.117% of the carbon dioxide in the atmosphere is of human origin and carbon dioxide is not a pollutant. It is plant food. The addition of carbon dioxide to the atmosphere has been taking place for 4,600 million years. It is still taking place. Balancing the books on where carbon dioxide comes from and where it goes is hopelessly inadequate showing how little we know about how big natural systems on planet Earth work.
The climate change cacophony demonstrates that the community knows little about how our dynamic evolving planet works. A little bit of basic geology would be a good start. An understanding of the processes of science would be another good start. Science is married to evidence that derives from observation, calculation, measurement and experiment. Scientists argue about the validity of this evidence and whether the evidence is in accord with everything else that has been validated. Science then tries to explain the evidence with a theory. Theories are refuted with new thinking and new evidence. Science is evolutionary, self-adjusting, and anarchistic and bows to no authority. Science has no moral, political or religious view about anything.
The past President of the Royal Society told us that the science on human-induced global warming is settled. A previous President of the Royal Society also used his authority, this time to inform us that it is impossible for heavier than air machines to fly!
Science is not about consensus or belief; these words are those of politics and religion. Science is a celebration of uncertainty. Scepticism and criticism are valued and information from all different disciplines is integrated in an attempt to understand the world around us. Because the current theory on human-induced climate change is not in accord with validated geology and astronomy, then the theory must be rejected. However, the idea that wealthy western humans change global climate is an attractive ascientific idealistic political idea and this idea is currently promoted with great missionary zeal.
The tail has wagged the dog and squeaky wheels and a sensationalist media have forced both major political parties, against their better judgment, to make political comments about climate change. These comments have nothing to do with science. They are pragmatic political survival.
What is interesting is that the squeaky wheels are in affluent western countries that have lost the religious structure to society. Climate change has become the new dogmatic religion and woes betide heretics, sinners and the wealthy. We are all now to pay papal carbon indulgences to the Archbishops of climate change (on the condition that such payments only hurt a little).
My concerns are that the great gains made in the Enlightenment regarding logic, argument, challenges to authority, rationality, the use of evidence and an understanding of the world around us have been lost in the space of a decade. This was an incredible politically driven social change. The word sceptic is now a pejorative word and criticism, questioning and the integration of a broad spectrum of science is either dismissed or regarded as evil. There is no climate change debate, only dangerous dogma, the constriction of thinking processes and a negative view of the future.
Any future great environmental problems can only be solved by science and if the weapons of science are removed, then we place society at risk. Children now have a negative view of the future rather than equipping themselves with the tools to make the Earth a better place. We are now starting to reap the rewards of dumbing down science education. The real message from the politics of climate change is that science education is in a woeful state. Society is again in one of its great backward swings.
The only good news is that those who have only known the good times are reminded to be frugal with energy and resources and not to throw waste into our waterways and atmosphere. But we knew this anyway, didn't we.
Ian Plimer is the Professor of Mining Geology at The University of Adelaide and Emeritus Professor of Earth Sciences at The University of Melbourne
ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ «ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ» ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Νέα αναπτυξιακή πλατφόρμα για τις ΟΠΥ της Ευρώπης
Είναι γεγονός ότι οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) έχουν επιστρέψει για τα καλά στην επικαιρότητα και βρίσκονται σε διαρκώς ανερχόμενη τροχιά στην ατζέντα των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και επιλογών της Ε.Ε (COM 2008/699: Raw materials Initiative-http://ec.europa.eu/enterprise). Οι εξελίξεις αυτές είναι πλέον ορατές σε όλα τα επίπεδα διοικητικών και πολιτικών αποφάσεων. Από τις θεματικές διευθύνσεις Περιβάλλοντος, Έρευνας, Επιχειρηματικότητας, μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο είναι κοινά αποδεκτό ότι είναι καιρός για την Ευρώπη να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική της ευημερία στις δικές της πηγές ορυκτών. Οι κοιτασματολογικές και μεταλλευτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα Ευρωπαϊκά Γεωλογικά Ινστιτούτα και άλλοι φορείς, όπως είναι (i) οι δύο μελέτες σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση της μη-ενεργειακής ευρωπαϊκής εξορυκτικής βιομηχανίας (1. Zero study: Resource use in European countries, DG Environment - 2. Analysis of the competitiveness of the EU Non - Energy Extractive Industry - NEEI - DG Enterprise) με στοιχεία που διέθεσε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (ΕuroStat) (ii) η Θεματική Στρατηγική για την Βιώσιμη Χρήση των Φυσικών Πόρων (Towards Thematic Strategy on the Sustainable Use of Natural Resources (http://ec.europa.eu/environment//natres) και (iii) η επίσημα αναγνωρισμένη Ευρωπαϊκή Τεχνολογική Πλατφόρμα για τα Βιώσιμα Ορυκτά ( European Technology Platform for Sustainable Mineral Resources, ETP-SMR www.etpsmr.org ), συνιστούν σημαντικά εργαλεία που συμβάλλουν με την σειρά τους στην ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου των ευρωπαϊκών ΟΠΥ. Στην βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών για την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική προόδο, αλλά και οι διαπιστώσεις που αφορούν στο γεγονός ότι, (1) η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία μη ενεργειακών ορυκτών των 25 κατέγραψε το 2004 προϋπολογισμό περίπου 40 εκ. ευρώ και απασχολούσε άμεσα 250.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων, ενώ η έμμεση απασχόληση υπολογίσθηκε 4 φορές μεγαλύτερη (2) τα προηγούμενα μεγέθη σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση (από τις ΟΠΥ εξαρτώνται άμεσα σημαντικοί βιομηχανικοί τομείς της Ευρώπης συνολικής οικονομικής αξίας 1.324 δις. ευρώ και συνολικού αριθμού 30 εκ. εργαζομένων) των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής (3) η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για το 2007 να ανέρχεται σε 11 δις. ευρώ. Αυτό αναφέρεται κατά 90%(10 δις.ευρώ) στα μεταλλικά ορυκτά, ενώ για τα βιομηχανικά ορυκτά το αναλογικό έλλειμα είναι 798 εκ.ευρώ και τα «κατασκευαστικά» υλικά 456 εκ. ευρώ. Στα περισσότερα στρατηγικά μέταλλα υπάρχει πλήρης εξάρτηση, ενώ η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας και της Ινδίας δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα (4) η μεταλλευτική βιομηχανία με την επαναξιοποίηση και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων που παράγει, αποτρέπει ολοένα και περισσότερο τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, επενδύουν ήδη στην ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν την μεταλλευτική τους παραγωγή. Τα μη ενεργειακά μεταλλικά ορυκτά μπορεί να είναι και ελληνική επιλογή.
Συγκριτικό κοιτασματολογικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα
Η οικονομική παρουσία Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών, συμπεριλαμβανομένων των μεταλλικών ορυκτών, των βιομηχανικών ορυκτών και των δομικών υλικών (μάρμαρα,δομικοί λίθοι, αδρανή), αποτελεί μοναδικό αναπτυξιακό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Είναι άλλωστε γνωστός και αναγνωρισμένος ο σημαντικός ρόλος της χώρας στην παγκόσμια μεταλλευτική αγορά αλουμινίου, νικελίου, λευκολίθου, μπεντονίτη, περλίτη και μαρμάρων. Το παράδειγμα των μη ενεργειακών μεταλλικών ορυκτών κεντρικής Μακεδονίας συμπληρώνει την θετική αυτή εικόνα και επιβεβαιώνει την βίωσιμη εξέλιξη και την δυναμική προοπτική του κλάδου. Το δυναμικό οικονομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα πολυμεταλλικά κοιτάσματα τύπου Ολυμπιάδας και χαλκού – χρυσού τύπου Σκουριών επιβεβαιώνεται διαρκώς από τις αερογεωφυσικές, γεωτρητικές και μεταλλευτικές έρευνες που διεξάγονται στην ΒΑ Χαλκιδική. Στο σύνολο του το μεταλλευτικό δυναμικό της περιοχής, με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, είναι από τα πλουσιότερα της Ευρώπης και λογικά παραμένει ο βιωσιμότερος αναπτυξιακός στόχος για την μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας. Δυστυχώς για διάφορους (πάντως όχι τεχνικο-οικονομικούς) λόγους ένα πολύ μικρό μέρος της υψηλής περιεχόμενης αξίας του αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο αισιόδοξη αν λάβει κανείς υπόψη του μεταλλευτικό δυναμικό άλλων κοιτασματολογικών περιοχών της Μακεδονίας και Θράκης. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση να συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών ΟΠΥ. Στην περίπτωση των μη ενεργειακών μεταλλικών ορυκτών, όπου παρατηρείται το μεγαλύτερο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για την Ευρώπη (εκτιμάται σε περίπου 10 δισ. ευρώ από τα 14 που αφορούν στο σύνολο των ΟΠΥ), η παραγωγική τους αξιοποίηση είναι στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία.
Είναι γεγονός ότι οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) έχουν επιστρέψει για τα καλά στην επικαιρότητα και βρίσκονται σε διαρκώς ανερχόμενη τροχιά στην ατζέντα των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και επιλογών της Ε.Ε (COM 2008/699: Raw materials Initiative-http://ec.europa.eu/enterprise). Οι εξελίξεις αυτές είναι πλέον ορατές σε όλα τα επίπεδα διοικητικών και πολιτικών αποφάσεων. Από τις θεματικές διευθύνσεις Περιβάλλοντος, Έρευνας, Επιχειρηματικότητας, μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο είναι κοινά αποδεκτό ότι είναι καιρός για την Ευρώπη να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική της ευημερία στις δικές της πηγές ορυκτών. Οι κοιτασματολογικές και μεταλλευτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα Ευρωπαϊκά Γεωλογικά Ινστιτούτα και άλλοι φορείς, όπως είναι (i) οι δύο μελέτες σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση της μη-ενεργειακής ευρωπαϊκής εξορυκτικής βιομηχανίας (1. Zero study: Resource use in European countries, DG Environment - 2. Analysis of the competitiveness of the EU Non - Energy Extractive Industry - NEEI - DG Enterprise) με στοιχεία που διέθεσε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (ΕuroStat) (ii) η Θεματική Στρατηγική για την Βιώσιμη Χρήση των Φυσικών Πόρων (Towards Thematic Strategy on the Sustainable Use of Natural Resources (http://ec.europa.eu/environment//natres) και (iii) η επίσημα αναγνωρισμένη Ευρωπαϊκή Τεχνολογική Πλατφόρμα για τα Βιώσιμα Ορυκτά ( European Technology Platform for Sustainable Mineral Resources, ETP-SMR www.etpsmr.org ), συνιστούν σημαντικά εργαλεία που συμβάλλουν με την σειρά τους στην ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου των ευρωπαϊκών ΟΠΥ. Στην βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών για την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική προόδο, αλλά και οι διαπιστώσεις που αφορούν στο γεγονός ότι, (1) η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία μη ενεργειακών ορυκτών των 25 κατέγραψε το 2004 προϋπολογισμό περίπου 40 εκ. ευρώ και απασχολούσε άμεσα 250.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων, ενώ η έμμεση απασχόληση υπολογίσθηκε 4 φορές μεγαλύτερη (2) τα προηγούμενα μεγέθη σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση (από τις ΟΠΥ εξαρτώνται άμεσα σημαντικοί βιομηχανικοί τομείς της Ευρώπης συνολικής οικονομικής αξίας 1.324 δις. ευρώ και συνολικού αριθμού 30 εκ. εργαζομένων) των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής (3) η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για το 2007 να ανέρχεται σε 11 δις. ευρώ. Αυτό αναφέρεται κατά 90%(10 δις.ευρώ) στα μεταλλικά ορυκτά, ενώ για τα βιομηχανικά ορυκτά το αναλογικό έλλειμα είναι 798 εκ.ευρώ και τα «κατασκευαστικά» υλικά 456 εκ. ευρώ. Στα περισσότερα στρατηγικά μέταλλα υπάρχει πλήρης εξάρτηση, ενώ η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας και της Ινδίας δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα (4) η μεταλλευτική βιομηχανία με την επαναξιοποίηση και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων που παράγει, αποτρέπει ολοένα και περισσότερο τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, επενδύουν ήδη στην ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν την μεταλλευτική τους παραγωγή. Τα μη ενεργειακά μεταλλικά ορυκτά μπορεί να είναι και ελληνική επιλογή.
Συγκριτικό κοιτασματολογικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα
Η οικονομική παρουσία Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών, συμπεριλαμβανομένων των μεταλλικών ορυκτών, των βιομηχανικών ορυκτών και των δομικών υλικών (μάρμαρα,δομικοί λίθοι, αδρανή), αποτελεί μοναδικό αναπτυξιακό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Είναι άλλωστε γνωστός και αναγνωρισμένος ο σημαντικός ρόλος της χώρας στην παγκόσμια μεταλλευτική αγορά αλουμινίου, νικελίου, λευκολίθου, μπεντονίτη, περλίτη και μαρμάρων. Το παράδειγμα των μη ενεργειακών μεταλλικών ορυκτών κεντρικής Μακεδονίας συμπληρώνει την θετική αυτή εικόνα και επιβεβαιώνει την βίωσιμη εξέλιξη και την δυναμική προοπτική του κλάδου. Το δυναμικό οικονομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα πολυμεταλλικά κοιτάσματα τύπου Ολυμπιάδας και χαλκού – χρυσού τύπου Σκουριών επιβεβαιώνεται διαρκώς από τις αερογεωφυσικές, γεωτρητικές και μεταλλευτικές έρευνες που διεξάγονται στην ΒΑ Χαλκιδική. Στο σύνολο του το μεταλλευτικό δυναμικό της περιοχής, με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, είναι από τα πλουσιότερα της Ευρώπης και λογικά παραμένει ο βιωσιμότερος αναπτυξιακός στόχος για την μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας. Δυστυχώς για διάφορους (πάντως όχι τεχνικο-οικονομικούς) λόγους ένα πολύ μικρό μέρος της υψηλής περιεχόμενης αξίας του αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο αισιόδοξη αν λάβει κανείς υπόψη του μεταλλευτικό δυναμικό άλλων κοιτασματολογικών περιοχών της Μακεδονίας και Θράκης. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση να συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών ΟΠΥ. Στην περίπτωση των μη ενεργειακών μεταλλικών ορυκτών, όπου παρατηρείται το μεγαλύτερο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για την Ευρώπη (εκτιμάται σε περίπου 10 δισ. ευρώ από τα 14 που αφορούν στο σύνολο των ΟΠΥ), η παραγωγική τους αξιοποίηση είναι στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία.
Γνώση χωρίς εκπαιδευτικούς φραγμούς και μονοπώλια
Στις μέρες μας έχουν φουντώσει οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, σε συνδυασμό και με την λειτουργία κέντρων σπουδών ξένων ΑΕΙ που λειτουργούν στη χώρα μας. Ακόμη και η πρωτοποριακή απόφαση ίδρυσης διεθνούς πανεπιστημίου αντιμετωπίζεται με μερική καχυποψία. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κάποιο θέμα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν τοποθετείται σε σωστή βάση και κατεύθυνση. Σίγουρα ο πραγματικός λόγος δεν είναι, αυτός που πολλοί θέλουν σκόπιμα να παρουσιάσουν, ότι δηλαδή η ελεύθερη δραστηριοποίηση ξένων πανεπιστημίων συνεπάγεται ποιοτική υποβάθμιση στην παρεχόμενη ανώτατη εκπαίδευση, στην αξιοπιστία των πτυχίων και στο επίπεδο της επαγγελματικής κατάρτισης. Με τις σαφείς οδηγίες και ισχύουσες αποφάσεις της ΕΕ φαίνεται ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Άλλωστε δεκάδες χιλιάδες έλληνες σπουδαστές αποκτούν σήμερα το πτυχίο τους στο εξωτερικο.Το πιθανότερο είναι ότι, οι μαζικές και συχνά ατεκμηρίωτες αντιδράσεις των ελληνικών ΑΕΙ, οφείλονται στο γεγονός ότι θέλουν μάλλον ν’ αποφύγουν τον ανταγωνισμό. Γιατί, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ότι το περιεχόμενο σπουδών δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού γνωσιακού και παραγωγικού γίγνεσθαι, η αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου των ελληνικών πανεπιστημίων παραμένει στα αζήτητα. Την ίδια στιγμή μετατρέπονται σε κέντρα παραγωγής μελετών,με αποτέλεσμα να εισπράττουν σημαντικά ποσά από την ελεύθερη αγορά. Η εξωφρενική αυτή αντίφαση παρατηρείται και σε άλλους ευαίσθητους και κρίσιμους τομείς παροχής υπηρεσιών στην ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, ευρύτερα διαδεδομένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ιδιωτικοποίησης της υγείας και χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης είναι πλήρως αποδεκτές και λειτουργούν σχεδόν απαρατήρητες και ανεμπόδιστες εδω και δεκαετιες. Είναι σίγουρο ότι η επικράτηση του ενός ή του άλλου μοντέλου δεν γίνεται με τεχνητούς αποκλεισμούς ή άλλους μηχανισμούς αλλά στη βάση του ποιοτικού ανταγωνισμού. Στις σκανδιναβικές και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ποιότητα της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέτοια, που απέναντί της πολύ δύσκολα κατορθώνει να επιβιώσει αντίστοιχο εκπαιδευτικό σχήμα ιδιωτικού χαρακτήρα. Εκεί βέβαια ισχύει επίσης η ελεύθερη είσοδος στην ανώτατη εκπαίδευση με αποκλειστική ευθύνη των σχολών, και όχι μιας κεντρικής αντιπαιδαγωγικής διαδικασίας, που «εκ των πραγμάτων» παράγει φαινόμενα παραπαιδείας.
Αξιολόγηση Πανεπιστημίων
Στις μέρες μας έχουν φουντώσει οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει ένα θέμα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν τοποθετείται σε σωστή βάση και κατεύθυνση. Σίγουρα ο πραγματικός λόγος δεν είναι αυτός που πολλοί θέλουν σκόπιμα να παρουσιάσουν, ότι δηλαδή η ελεύθερη δραστηριοποίηση νέου τύπου πανεπιστημίων θα συνεπάγεται ποιοτική υποβάθμιση στην παρεχόμενη ανώτατη εκπαίδευση και στην αξιοπιστία των πτυχίων. Με την δρομολογούμενη θεσμοθέτηση ευρωπαικών πολιτικών, σε θέματα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, φαίνεται ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Το πιθανότερο είναι ότι, οι μαζικές και συχνά ατεκμηρίωτες και συντεχνιακές αντιδράσεις των ελληνικών ΑΕΙ, οφείλονται στο γεγονός ότι μάλλον θέλουν ν’ αποφύγουν τον ανταγωνισμό. Γιατί, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ότι το περιεχόμενο σπουδών δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού γνωσιακού και παραγωγικού γίγνεσθαι, η αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου των ελληνικών πανεπιστημίων παραμένει στα αζήτητα. Την ίδια στιγμή έχουν μετατραπεί σε κέντρα παραγωγής μελετών,με αποτέλεσμα να εισπράττονται σημαντικά ποσά από την ελεύθερη αγορά. Η αντίφαση αυτή παρατηρείται και σε άλλους ευαίσθητους και κρίσιμους τομείς παροχής υπηρεσιών στην ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, ευρύτερα διαδεδομένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ιδιωτικοποίησης της υγείας και χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης είναι πλήρως αποδεκτές και λειτουργούν σχεδόν απαρατήρητες και ανεμπόδιστες. Είναι σίγουρο ότι η επικράτηση του ενός ή του άλλου μοντέλου δεν μπορει να γίνει με τεχνητούς αποκλεισμούς ή άλλους μηχανισμούς αλλά στη βάση του ποιοτικού ανταγωνισμού. Στις σκανδιναβικές και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ποιότητα της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέτοια, που απέναντί της κανένα ιδιωτικό εκπαιδευτικό σχήμα δεν μπορεί να επιβιώσει. Εκεί βέβαια ισχύει η ελεύθερη είσοδος στην ανώτατη εκπαίδευση με αποκλειστική ευθύνη των σχολών, και όχι μιας κεντρικής αντιπαιδαγωγικής διαδικασίας, που «εκ των πραγμάτων» παράγει φαινόμενα παραπαιδείας.
«ΠΡΑΣΙΝΗ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η «πράσινη» αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρώπης είναι αποτέλεσμα ενός πολύ καλά οργανωμένου, συνεκτικά δομημένου και απόλυτα ορθολογιστικού σχεδίου. Στην βάση συγκεκριμένων επιλογών, τομεακών προτεραιοτήτων και ιεραρχιμένων στόχων αναζητά και επιδιώκει την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών. Σε ένα πρώτο στάδιο πολιτικών αποφάσεων τέθηκαν σε ισχύ οι συνθήκες του Γκαίτεμποργκ για την διαμόρφωση όρων βιώσιμης ανάπτυξης, της Λισσαβόνας για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στο πλαίσιο εφαρμογής καινοτόμων τεχνολογιών βιομηχανικής παραγωγής, και της Βαρκελώνης για την δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και διπλασιασμό των σχετικών κονδυλίων. Σε ένα δεύτερο στάδιο την σκυτάλη πήρε ο νομοπαρασκευαστικός υπηρεσιακός μηχανισμός της Ένωσης που ανέλαβε, με την θεσμοθέτηση κατάλληλων κανονιστικών Οδηγιών και άλλων θεματικών Πρωτοβουλιών, να μετατρέψει τις αρχικές πολιτικές αποφάσεις σε διαδικαστικά και εποπτικά εργαλεία «καθημερινού» ελέγχου και πρακτικής. Σε ένα τρίτο στάδιο το θεσμικό πλαίσιο υιοθετείται και εναρμονίζεται εξειδικευμένα σε επιμέρους αναπτυξιακούς τομείς μέσα από επιτελικές τεχνολογικές πλατφόρμες και πρωτόκολλα χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων με αιχμή του δόρατος το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο, 2007-20013. Στον πυρήνα όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων βρίσκεται το δικαίωμα όλων των ευρωπαίων για απασχόληση και ποιοτικό περιβάλλον. Στην περίπτωση αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου η λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας προσαρμόζεται και υποχρεώνεται στην αυστηρή τήρηση των νέων περιβαλλοντικών και κοινωνικο-οικονομικών απαιτήσεων και συνθηκών. Για παράδειγμα η Οδηγία για τα Μεταλλευτικά Απόβλητα περιγράφει και καθορίζει ακριβώς την διαδικασία και τις προδιαγραφές χωροθέτησης, κατασκευής και στεγανοποίησης του χώρου απόθεσης. Εχοντας εξασφαλίσει όρους βιώσιμης λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας η Ε.Ε. με την νέα Πρωτοβουλία για τα Ευρωπαϊκά Ορυκτά επαναφέρει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος την αξιοποίηση τους προς όφελος της απασχόλησης και της ποιότητας ζωής των πολιτών. Βασικό ζητούμενο είναι η εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων και η τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Και ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συντάσσονται με τις εξελίξεις αυτές, ενισχύουν το παραγωγικό τους δυναμικό και αυξάνουν την απασχόληση, στην Ελλάδα οι μεταλλευτικές δραστηριότητες βάλλονται και εμποδίζονται ποικιλοτρόπως στην βάση ατεκμηρίωτων αναλύσεων και κινδυνολογικών σεναρίων μυθοπλασίας. Την ίδια στιγμή αγνοούν την εφαρμογή και τήρηση των σχετικών ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών πολιτικών.
Γεω-Φυσικές και όχι Κλιματολογικές οι καταστροφές
“Οι πολίτες δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται ότι οι επιπτώσεις από τις φυσικές καταστροφές αντιμετωπίζονται μόνο επενδύοντας στην μείωση των αερίων θερμοκηπίου και την κλιματική σταθερότητα, ενώ την ίδια στιγμή η ανάδειξη και εφαρμογή μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων και θωράκισης από τον πραγματικούς κινδύνους καθυστερούν”.
Η αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος έχει την τελευταία και πλέον δεκαετία εξελιχθεί σε κυρίαρχο θέμα συζητήσεων.Για λόγους που δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένοι επιστημονικά δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι το όλο πρόβλημα είναι «ατμοσφαιρικό» ή αν θέλετε μετεωρολογικό, με κύρια αιτία το φαινόμενο του θερμοκηπίου.Βασικός ένοχος στην περίπτωση αυτή θεωρείται το διοξείδιο του άνθρακα(CO2)που εκπέμπεται από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες και παγιδεύετε μαζί με άλλα αέρια του θερμοκηπίου στα κατώτερα τμήματα της ατμόσφαιρας προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη,έντονες κλιματικές αλλαγές και φυσικές καταστροφές. Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται από πολλούς γεωεπιστήμονες, υπερβολικά απλουστευμένη και μονοδιάστατη. Η ιστορία της γης έχει δείξει ότι οι κλιματικές συνθήκες,το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας(έχει ανυψωθεί για περισσότερες από 1000 φορές),η εξέλιξη της ζωής,η κατάσταση της ατμόσφαιρας έχουν υποστεί δυναμικές και διαρκείς αλλαγές στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου.
Κλιματικές αλλαγές από την μια, υπερθέρμανση του πλανήτη από την άλλη, καταστροφικά σενάρια που παίρνουν και δίνουν καθημερινά σε ένα «κλίμα» υστερίας και κάθε είδους εκμετάλλευσης. «STOP CLIMATE CHANGE» είναι το σύνθημα που ακούγεται ολοένα και περισσότερο . Αν βασικός στόχος είναι να τεθεί τέλος στις κλιματικές αλλαγές τότε έχει κάποιος να αντιμετωπίσει ένα υπερφυσικό πρόβλημα. Γιατί θα χρειασθεί να σταματήσει τις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών, να εμποδίσει τις υποθαλάσσιες εκχύσεις λάβας και τις μεταβολές των ωκεάνιων πυθμένων, να «φράξει» την διαφυγή αερίων θερμοκηπίου από τα ηφαίστεια, να αποτρέψει την γένεση των σεισμών, να ελέγξει τις αλλαγές του μαγνητικού πεδίου της γης, να ακινητοποιήσει το ηλιακό σύστημα και να απωθήσει την κοσμική ακτινοβολία. Η αλήθεια είναι ότι οι κλιματικές αλλαγές δεν εμφανίσθηκαν ξαφνικά σήμερα, το κλίμα της γης άλλαζε πάντοτε. Στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου υπήρξαν δεκάδες περίοδοι κλιματικών αλλαγών με θερμοκρασιακές μεταβολές πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές. Οι υδρατμοί αποτελούν το βασικό αέριο θερμοκηπίου. Χωρίς την παρουσία τους η μέση θερμοκρασία της γης θα έπεφτε στους πλην 18 βαθμούς κελσίου. Σε ότι αφορά στο διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας μόνο το 0,117% είναι ανθρωπογενούς προέλευσης. Από την άλλη πλευρά η φυσική παρουσία του τείνει αυξανόμενη στην ατμόσφαιρα εδώ και 4.600 εκατομμύρια χρόνια και ακόμη συνεχίζεται. Οι απόψεις που εκφράζονται σήμερα για τις κλιματικές αλλαγές δείχνουν έλλειψη γνώσης για το πώς λειτουργεί και δρα ένας δυναμικός πλανήτης σαν την γη. Η επιστημονική προσέγγιση και γνώση, είναι η μόνη που μπορεί να ακυρώσει την όποια μεθοδευμένη σκοπιμότητα. Η σημερινή προσέγγιση ότι οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες προκαλούν και είναι απκλειστικά υπύθυνες για τις κλιματικές αλλαγές στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Βέβαια αυτό δεν εμποδίζει την συνεχή εκμετάλλευση του θέματος η οποία αποκτά σε πολλές περιπτώσεις δογματικά χαρακτηριστικά και καλλιεργεί στρεβλές αντιλήψεις. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών στην προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί σημαντική υπόθεση όταν προσανατολίζεται και επικεντρώνεται στην πραγματική διάσταση και κλίμακα του προβλήματος.
Ένα ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα». Έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τους ανούσιους και αδιέξοδους χειρισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος. Όλα στον βωμό των σκοπιμοτήτων και του τυχάρπαστου «κέρδους». Την δεκαετία του εβδομήντα οι αντιδράσεις για την πυρηνική ενέργεια αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τα κινήματα των «πρασίνων» και άλλων οικολογικών οργανώσεων. Σήμερα ακούγονται φωνές που δεν διστάζουν να την θεωρούν αποδεκτή λύση και να την χαρακτηρίζουν «πράσινη». Με αντίστοιχο τρόπο τα θέματα των αερίων θερμοκηπίου και των κλιματικών αλλαγών αποτελούν τις «παχιές αγελάδες» της εποχής μας με διάφορες ομάδες να τις «αρμέγουν» για διαφορετικούς η κάθε μια λόγους. Για τους «εν γένει» πολιτικούς είναι μια καλή ευκαιρία γα να δηλώσουν τις περιβαλλοντικές τους ανησυχίες. Πολλές επιστημονικές συντεχνίες ανακάλυψαν ένα «θησαυροφυλάκιο» που με σχετική ευκολία χρηματοδοτεί τα ερευνητικά τους προγράμματα. Μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ανακοινώνουν την δέσμευση τους να συμβάλλουν στην μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και αποκτούν «διαβατήριο διεξόδου» από άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούν. Οι οικολογικές οργανώσεις αξιοποιούν την περίσταση με νέα γενικόλογα σενάρια καταστροφολογίας που ενισχύουν την οικουμενική τους δυναμική, επιρροή και εξουσία. Αυτό που τελικά εισπράττει η κοινωνία παραμένει ανώφελο και κοινότυπο. Γιατί ύστερα από τόσες δεκαετίες χειραφέτησης, από άποψη αγωγής και νοοτροπίας, η καθημερινή μας σχέση με το περιβάλλον εξακολουθεί να μην αποτελεί προσωπική μας επιλογή και στάση αλλά να επιβάλλεται με σενάρια εκφοβισμού, καθώς και «αστυνομικά» μέτρα και πρόστιμα. Από την άλλη πλευρά οι φυσικές αλλαγές στον πλανήτη είναι μέρος της δυναμικής γεωλογικής του εξέλιξης. Σε μια τέτοια πορεία μπορεί να προκύψουν καταστροφικές επιπτώσεις. Οι πολίτες και η γη δεν κινδυνεύουν από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις κλιματικές αλλαγές, αλλά από τις φυσικές καταστροφές. Απολογισμός με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες και κατάρρευση του κοινωνικοοικονομικού ιστού από τα τσουνάμι και τους πρόσφατους σεισμούς στην ΝΑ Ασία και την Ελλάδα. Απέναντι τους η ανθρωπότητα παραμένει ανυπεράσπιστη από κάθε άποψη. Η διεθνής κοινότητα εγκλωβισμένη στο επικοινωνιακό «παιχνίδι» των κλιματικών αλλαγών αδυνατεί να θέσει ορθολογικούς στόχους και προτεραιότητες. Οι κίνδυνοι που συνοδεύουν τις φυσικές καταστροφές μπορούν να μειωθούν και η διαχείριση των σχεδίων κρίσεων να γίνει αποτελεσματικότερη. Είναι καιρός τόσο το διαθέσιμο γνωσιακό και επιστημονικό κεφάλαιο, όσο και οι κοινωνικές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τις επιλογές τους στην κατεύθυνση αυτή. Η εφαρμογή στρατηγικής για την μείωση του καταστροφικού κινδύνου από τις γεωλογικές καταστροφές αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Η αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος έχει την τελευταία και πλέον δεκαετία εξελιχθεί σε κυρίαρχο θέμα συζητήσεων.Για λόγους που δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένοι επιστημονικά δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι το όλο πρόβλημα είναι «ατμοσφαιρικό» ή αν θέλετε μετεωρολογικό, με κύρια αιτία το φαινόμενο του θερμοκηπίου.Βασικός ένοχος στην περίπτωση αυτή θεωρείται το διοξείδιο του άνθρακα(CO2)που εκπέμπεται από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες και παγιδεύετε μαζί με άλλα αέρια του θερμοκηπίου στα κατώτερα τμήματα της ατμόσφαιρας προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη,έντονες κλιματικές αλλαγές και φυσικές καταστροφές. Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται από πολλούς γεωεπιστήμονες, υπερβολικά απλουστευμένη και μονοδιάστατη. Η ιστορία της γης έχει δείξει ότι οι κλιματικές συνθήκες,το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας(έχει ανυψωθεί για περισσότερες από 1000 φορές),η εξέλιξη της ζωής,η κατάσταση της ατμόσφαιρας έχουν υποστεί δυναμικές και διαρκείς αλλαγές στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου.
Κλιματικές αλλαγές από την μια, υπερθέρμανση του πλανήτη από την άλλη, καταστροφικά σενάρια που παίρνουν και δίνουν καθημερινά σε ένα «κλίμα» υστερίας και κάθε είδους εκμετάλλευσης. «STOP CLIMATE CHANGE» είναι το σύνθημα που ακούγεται ολοένα και περισσότερο . Αν βασικός στόχος είναι να τεθεί τέλος στις κλιματικές αλλαγές τότε έχει κάποιος να αντιμετωπίσει ένα υπερφυσικό πρόβλημα. Γιατί θα χρειασθεί να σταματήσει τις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών, να εμποδίσει τις υποθαλάσσιες εκχύσεις λάβας και τις μεταβολές των ωκεάνιων πυθμένων, να «φράξει» την διαφυγή αερίων θερμοκηπίου από τα ηφαίστεια, να αποτρέψει την γένεση των σεισμών, να ελέγξει τις αλλαγές του μαγνητικού πεδίου της γης, να ακινητοποιήσει το ηλιακό σύστημα και να απωθήσει την κοσμική ακτινοβολία. Η αλήθεια είναι ότι οι κλιματικές αλλαγές δεν εμφανίσθηκαν ξαφνικά σήμερα, το κλίμα της γης άλλαζε πάντοτε. Στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου υπήρξαν δεκάδες περίοδοι κλιματικών αλλαγών με θερμοκρασιακές μεταβολές πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές. Οι υδρατμοί αποτελούν το βασικό αέριο θερμοκηπίου. Χωρίς την παρουσία τους η μέση θερμοκρασία της γης θα έπεφτε στους πλην 18 βαθμούς κελσίου. Σε ότι αφορά στο διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας μόνο το 0,117% είναι ανθρωπογενούς προέλευσης. Από την άλλη πλευρά η φυσική παρουσία του τείνει αυξανόμενη στην ατμόσφαιρα εδώ και 4.600 εκατομμύρια χρόνια και ακόμη συνεχίζεται. Οι απόψεις που εκφράζονται σήμερα για τις κλιματικές αλλαγές δείχνουν έλλειψη γνώσης για το πώς λειτουργεί και δρα ένας δυναμικός πλανήτης σαν την γη. Η επιστημονική προσέγγιση και γνώση, είναι η μόνη που μπορεί να ακυρώσει την όποια μεθοδευμένη σκοπιμότητα. Η σημερινή προσέγγιση ότι οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες προκαλούν και είναι απκλειστικά υπύθυνες για τις κλιματικές αλλαγές στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Βέβαια αυτό δεν εμποδίζει την συνεχή εκμετάλλευση του θέματος η οποία αποκτά σε πολλές περιπτώσεις δογματικά χαρακτηριστικά και καλλιεργεί στρεβλές αντιλήψεις. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών στην προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί σημαντική υπόθεση όταν προσανατολίζεται και επικεντρώνεται στην πραγματική διάσταση και κλίμακα του προβλήματος.
Ένα ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα». Έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τους ανούσιους και αδιέξοδους χειρισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος. Όλα στον βωμό των σκοπιμοτήτων και του τυχάρπαστου «κέρδους». Την δεκαετία του εβδομήντα οι αντιδράσεις για την πυρηνική ενέργεια αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τα κινήματα των «πρασίνων» και άλλων οικολογικών οργανώσεων. Σήμερα ακούγονται φωνές που δεν διστάζουν να την θεωρούν αποδεκτή λύση και να την χαρακτηρίζουν «πράσινη». Με αντίστοιχο τρόπο τα θέματα των αερίων θερμοκηπίου και των κλιματικών αλλαγών αποτελούν τις «παχιές αγελάδες» της εποχής μας με διάφορες ομάδες να τις «αρμέγουν» για διαφορετικούς η κάθε μια λόγους. Για τους «εν γένει» πολιτικούς είναι μια καλή ευκαιρία γα να δηλώσουν τις περιβαλλοντικές τους ανησυχίες. Πολλές επιστημονικές συντεχνίες ανακάλυψαν ένα «θησαυροφυλάκιο» που με σχετική ευκολία χρηματοδοτεί τα ερευνητικά τους προγράμματα. Μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ανακοινώνουν την δέσμευση τους να συμβάλλουν στην μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και αποκτούν «διαβατήριο διεξόδου» από άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούν. Οι οικολογικές οργανώσεις αξιοποιούν την περίσταση με νέα γενικόλογα σενάρια καταστροφολογίας που ενισχύουν την οικουμενική τους δυναμική, επιρροή και εξουσία. Αυτό που τελικά εισπράττει η κοινωνία παραμένει ανώφελο και κοινότυπο. Γιατί ύστερα από τόσες δεκαετίες χειραφέτησης, από άποψη αγωγής και νοοτροπίας, η καθημερινή μας σχέση με το περιβάλλον εξακολουθεί να μην αποτελεί προσωπική μας επιλογή και στάση αλλά να επιβάλλεται με σενάρια εκφοβισμού, καθώς και «αστυνομικά» μέτρα και πρόστιμα. Από την άλλη πλευρά οι φυσικές αλλαγές στον πλανήτη είναι μέρος της δυναμικής γεωλογικής του εξέλιξης. Σε μια τέτοια πορεία μπορεί να προκύψουν καταστροφικές επιπτώσεις. Οι πολίτες και η γη δεν κινδυνεύουν από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις κλιματικές αλλαγές, αλλά από τις φυσικές καταστροφές. Απολογισμός με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες και κατάρρευση του κοινωνικοοικονομικού ιστού από τα τσουνάμι και τους πρόσφατους σεισμούς στην ΝΑ Ασία και την Ελλάδα. Απέναντι τους η ανθρωπότητα παραμένει ανυπεράσπιστη από κάθε άποψη. Η διεθνής κοινότητα εγκλωβισμένη στο επικοινωνιακό «παιχνίδι» των κλιματικών αλλαγών αδυνατεί να θέσει ορθολογικούς στόχους και προτεραιότητες. Οι κίνδυνοι που συνοδεύουν τις φυσικές καταστροφές μπορούν να μειωθούν και η διαχείριση των σχεδίων κρίσεων να γίνει αποτελεσματικότερη. Είναι καιρός τόσο το διαθέσιμο γνωσιακό και επιστημονικό κεφάλαιο, όσο και οι κοινωνικές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τις επιλογές τους στην κατεύθυνση αυτή. Η εφαρμογή στρατηγικής για την μείωση του καταστροφικού κινδύνου από τις γεωλογικές καταστροφές αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Στοκχόλμη η Θεσσαλονίκη
Η σουηδική πρωτεύουσα θεωρείται η φιλικότερη περιβαλλοντικά πόλη του κόσμου. Αυτό το οφείλει αποκλειστικά στους ανθρώπους της. Από τους απλούς καθημερινούς πολίτες μέχρι εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις. Ο ρόλος της πρωτεύουσας της Σκανδιναβίας φαίνεται ότι δεν της αρκεί. Από το περιεχόμενο του Στρατηγικού της Οράματος με χρονικό ορίζοντα το 2030 προκύπτει ότι στοχεύει ακόμη ψηλότερα. Μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν φανερώνει ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα της πόλης δεν ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα οι δυνατότητες και ευκαιρίες αντιμετώπισης τους ήταν σε κάθε περίπτωση οι ίδιες. Ένα καλά συγκροτημένο και λειτουργικό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο για το περιβάλλον και σωρεία σχετικών επιστημονικών εργαλείων, τεχνολογικών εφαρμογών και πρακτικών παρέμβασης και διαχείρισης. Βασική και ίσως μοναδική διαφορά ο ανθρώπινος παράγοντας. Σε σχέση με τους ενεργούς κατοίκους, το οργανωμένο σχέδιο και την αποτελεσματική διοίκηση της Στοκχόλμης, στην Θεσσαλονίκη επικρατούν κατεστημένες περιβαλλοντικές νοοτροπίες, «σκουριασμένες» αντιλήψεις και «μουχασλιεμένες» λύσεις. Πως αλλοιώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι μείναμε στα λόγια για την θέρμανση του αεροδρομίου από διπλανό γεωθερμικό πεδίο. Σε ένα πλούσιο υδατικό περιβάλλον δεν επιχειρήσαμε να αποκαταστήσουμε την Κορώνεια μεταφέροντας νερό από τον Αλιάκμονα ή τον Στρυμώνα. Παραμείναμε εσωστρεφείς και πετάξαμε στα σκουπίδια την προποπτική μεταφοράς νερού από τον Όλυμπο στην Κασσάνδρα. Αφήσαμε τον Αξιό να ρυπαίνει ακόμη και σήμερα τον Θερμαϊκό κόλπο. Δεν ενδιαφερθήκαμε για την εξυγίανση υποβαθμισμένων εδαφών και αλλαγή αναπτυξιακής κατευθύνσης αστικών περιοχών όπως είναι τα Βυρσοδεψεία. Δεν τολμήσαμε να μετακινήσουμε την Έκθεση, να αναζητήσουμε το ψηφιακό και διαδυκτιακό της μέλλον, να επιδιώξουμε αλλαγή σελίδας, όπως για παράδειγμα θα ήταν η διεκδίκηση της μόνιμης έδρας της EXPO. Δεν κατορθώσαμε να κάνουμε πραγματικότητα το σύνθημα, «Θεσσαλλονίκη πρωτεύουσα των Βαλκανίων». Γενικά καθηλώσαμε την πόλη σε ακινησία, μακριά και έξω από μια ορθολογιστική και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία. Οι εξελιξεις στα άλλα αστικά κέντρα της Ευρώπης έχουν ξεπεράσει προ πολλού την καθυστερημένη σκέψη, τον δογματικό μικρόκοσμο και την αντικειμενική μας ικανότητα να δρούμε αποτελεσματικά. Χρειαζόμαστε ριζοσπαστικές επιλογές και αποφάσεις για να βρεθούμε μπροστά από τα προβλήματα και τις λύσεις τους. Η Στοκχόλμη είναι μονόδρομος και οφείλει πλέον να είναι ο απόλυτος «περιβαλλοντικός προορισμός» για την Θεσσαλονίκη.
Οδηγός Βιώσιμης Ανάπτυξης
Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα αρμονικής συνεργασίας και συνύπαρξης της οικονομικής προόδου, της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικής συνοχής στο πλαίσιο μιας ενιαίας και αποτελεσματικής διακυβερνητικής διαχείρισης. Η πραγματοποίηση της δεν μπορεί να έχει μόνον χαρακτηριστικά μονοδιάστατων επιλογών αλλά απαιτεί την δημιουργία, παρουσία και εφαρμογή ενός μοντέλου πολύ-επενδυτικής αναπτυξιακής πλατφόρμας. Δεν μπορεί δηλαδή ο Τουρισμός και η Γεωργία να επανέρχονται διαρκώς σαν μοναδικές βιομηχανικές επιλογές την στιγμή μάλιστα που για παράδειγμα άλλοι τομείς όπως η μεταλλευτική βιομηχανία και το «νέο» γνωσιακό κεφάλαιο αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ). Είναι γεγονός ότι οι ΟΠΥ έχουν επιστρέψει για τα καλά στην επικαιρότητα και βρίσκονται σε διαρκώς ανερχόμενη τροχιά στην ατζέντα των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και επιλογών της Ε.Ε. Είναι κοινά αποδεκτό ότι είναι καιρός για την Ευρώπη να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική της ευημερία στις δικές της πηγές ορυκτών. Στην βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών για την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική πρόοδο, αλλά και οι διαπιστώσεις που αφορούν στο γεγονός ότι, (1) η μη-ενεργειακή ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία καταγράφει προϋπολογισμούς άνω των 40 εκ. ευρώ, απασχολεί άμεσα 250.000 εργαζόμενους, στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων, και έμμεσα 4 φορές περισσότερους (2) η αυξανόμενη ζήτηση και χρήση των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής (3) η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο να ανέρχεται σε 11 δισ. ευρώ. Τα 10 δισ.ευρώ αφορούν στα μεταλλικά ορυκτά, τα 798 εκατ. ευρώ στα βιομηχανικά ορυκτά και τα 456 στα «κατασκευαστικά» υλικά. Η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας και της Ινδίας δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα (4) η μεταλλευτική βιομηχανία με την ανακύκλωση και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων της μειώνει ολοένα και περισσότερο τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα Μη Ενεργειακά Μεταλλικά Ορυκτά (ΜΕΜΟ) μπορεί να είναι και ελληνική επιλογή. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των ΜΕΜΟ κεντρικής Μακεδονίας. Η αξία των βεβαιωμένων μεταλλευμάτων ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στην ΒΑ Χαλκιδική, με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων, ανέρχεται περίπου σε 11 δις. ευρώ. Δυστυχώς για διάφορους (πάντως όχι τεχνικο-οικονομικούς) λόγους ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο τραγική και συνάμα απαράδεκτη, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η αξία των γεωλογικών αποθεμάτων στην ίδια περιοχή εκτιμάται σε 10-15 δις. ευρώ, ένα μέγεθος που μπορεί να ανέλθει συνολικά στα 25 δις. ευρώ εφόσον συμπεριληφθεί και το πιθανό μεταλλευτικό δυναμικό των άλλων κοιτασματολογικών περιοχών της Μακεδονίας και Θράκης. Ο ορυκτός πλούτος μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην βιωσιμότητα ενός ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης.
Μεταλλευτικός «πυρετός»
Είναι γεγονός ότι οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο του παραγωγικού ενδιαφέροντος, και συνιστούν βασικές προτεραιότητες της αναπτυξιακής ατζέντας πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Η νέα Πρωτοβουλία για τις ΟΠΥ- Raw materials Initiative – αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο και την επιχειρησιακή πλατφόρμα που καθορίζει τους στόχους και δρομολογεί τις εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα και αρμόδια όργανα διοικητικών και πολιτικών αποφάσεων. Κεντρικό μήνυμα είναι η δυναμική αξιοποίηση ευρωπαϊκών πηγών ορυκτών με έμφαση στα κοιτάσματα μεγάλου βάθους. Η επιλογή αυτή έχει την συναίνεση της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών που δέχονται πλέον την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική πρόοδο, αλλά και τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο γεγονός ότι, (α) η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία απασχολεί περισσότερους από 1,5 εκ. εργαζόμενους (β) η χρήση και αυξανόμενη ζήτηση ΟΠΥ αφορούν σε σημαντικούς βιομηχανικούς τομείς της Ευρώπης συνολικής οικονομικής αξίας 1.324 δις. ευρώ και συνολικού αριθμού 30 εκ. εργαζομένων,(γ) οι ΟΠΥ καλύπτουν καθημερινές ανάγκες και συνεισφέρουν στην ποιότητας ζωής, (δ) η Ε.Ε. είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών και το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό, (ε) η μεταλλευτική βιομηχανία ανακυκλώνει τα απόβλητα που παράγει σε νέα προϊόντα, και (ζ) στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής η Ε.Ε. αναπροσανατολίζει τις σχέσεις της με την παγκόσμια αγορά ΟΠΥ. Είναι φανερό ότι ακόμη και στην περίοδο οικονομικής κρίσης που διανύουμε σήμερα η προοπτική αξιοποίησης των ΟΠΥ εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό μοχλό ανάπτυξης αλλά και βάση απασχόλησης των ευρωπαίων πολιτών. Τόσο η αγορά των μετάλλων όσο και γενικότερα η μεταλλευτική βιομηχανία παρουσιάζουν, συγκριτικά με άλλους τομείς, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις πιέσεις που δέχονται. Για παράδειγμα η παγκόσμια ετήσια παραγωγή του χρυσού παραμένει αμετάβλητη ενώ η τιμή του βρίσκεται σταθερά πάνω από 900 δολάρια την /ουγγιά και οδεύει σίγουρα προς τα 1000. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, Πορτογαλία επενδύουν ήδη σε νέα κοιτάσματα και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα, παρά το γνωστό και αναγνωρισμένο ρόλο της στην παγκόσμια μεταλλευτική αγορά αλουμινίου, νικελίου, λευκολίθου, μπεντονίτη, περλίτη και μαρμάρων, ένα μεγάλο μέρος του ορυκτού πλούτου παραμένει παραγωγικά αναξιοποίητο. Η άμεση αξιοποίηση των πολυμεταλλικών και πλούσιων σε χρυσό κοιτασμάτων της χώρας θα συνεισφέρει σημαντικά στην αναπτυξιακή σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.
ΓΕΩ-ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ (ΕΝ)ΑΛΛΑΓΕΣ
Κλιματικές αλλαγές από την μια, υπερθέρμανση του πλανήτη από την άλλη, καταστροφικά σενάρια που παίρνουν και δίνουν καθημερινά σε ένα «κλίμα» υστερίας και κάθε είδους εκμετάλλευσης. «STOP CLIMATE CHANGE» είναι το σύνθημα που ακούγεται ολοένα και περισσότερο . Αν βασικός στόχος μας είναι να θέσουμε τέλος στις κλιματικές αλλαγές τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα υπερφυσικό πρόβλημα. Γιατί θα χρειασθεί να σταματήσουμε τις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών, να εμποδίσουμε τις υποθαλάσσιες εκχύσεις λάβας και τις μεταβολές των ωκεάνιων πυθμένων, να «φράξουμε» την διαφυγή αερίων θερμοκηπίου από τα ηφαίστεια, να αποτρέψουμε την γένεση των σεισμών, να ελέγξουμε τις αλλαγές του μαγνητικού πεδίου της γης, να ακινητοποιήσουμε το ηλιακό σύστημα και να απωθήσουμε την κοσμική ακτινοβολία. Η αλήθεια είναι ότι οι κλιματικές αλλαγές δεν εμφανίσθηκαν ξαφνικά σήμερα, το κλίμα της γης άλλαζε πάντοτε. Στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου υπήρξαν δεκάδες περίοδοι κλιματικών αλλαγών με θερμοκρασιακές μεταβολές πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές. Οι υδρατμοί αποτελούν το βασικό αέριο θερμοκηπίου. Χωρίς την παρουσία τους η μέση θερμοκρασία της γης θα έπεφτε στους πλην 18 βαθμούς κελσίου. Σε ότι αφορά στο διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας μόνο το 0,117% είναι ανθρωπογενούς προέλευσης. Η παρουσία του τείνει αυξανόμενη στην ατμόσφαιρα εδώ και 4.600 εκατομμύρια χρόνια και ακόμη συνεχίζεται. Οι απόψεις που εκφράζονται σήμερα για τις κλιματικές αλλαγές δείχνουν έλλειψη γνώσης για το πώς λειτουργεί και δρα ένας δυναμικός πλανήτης σαν την γη. Η επιστημονική προσέγγιση και γνώση, είναι η μόνη που μπορεί να ακυρώσει την όποια μεθοδευμένη σκοπιμότητα. Η σημερινή προσέγγιση ότι οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες προκαλούν τις κλιματικές αλλαγές στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Βέβαια αυτό δεν εμποδίζει την πολιτική εκμετάλλευση του θέματος η οποία αποκτά σε πολλές περιπτώσεις δογματικά χαρακτηριστικά και καλλιεργεί στρεβλές αντιλήψεις. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών στην προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί σημαντική υπόθεση όταν προσανατολίζεται και επικεντρώνεται στην πραγματική διάσταση και κλίμακα του προβλήματος. Οι μεγάλες φυσικές καταστροφές οφείλονται κατά κύριο λόγο στη δυναμική εξέλιξη της γης και πολύ λιγότερο στις αλλαγές του κλίματος. Το τσουνάμι στις ακτές της Ταϋλάνδης προήλθε από τον ισχυρό σεισμό στον Ινδικό ωκεανό, ενώ οι πρόσφατοι κυκλώνες στην Μιανμάρ αποτελούν ιστορικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο στον γεωλογικό χρόνο. Η ανθρωπότητα οφείλει να επικεντρωθεί στην θωράκιση της από τις αναπόφευκτες αυτές καταστροφές και να προσπαθεί σώνει και καλά να σταματήσει τις κλιματικές αλλαγές.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ
Η αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος έχει την τελευταία και πλέον δεκαετία εξελιχθεί σε κυρίαρχο θέμα συζητήσεων.Για λόγους που δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένοι επιστημονικά δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι το όλο πρόβλημα είναι «ατμοσφαιρικό» ή αν θέλετε μετεωρολογικό, με κύρια αιτία το φαινόμενο του θερμοκηπίου.Βασικός ένοχος στην περίπτωση αυτή θεωρείται το διοξείδιο του άνθρακα(CO2)που εκπέμπεται από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες και παγιδεύετε μαζί με άλλα αέρια του θερμοκηπίου στα κατώτερα τμήματα της ατμόσφαιρας προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη,έντονες κλιματικές αλλαγές και φυσικές καταστροφές.Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται από πολλούς γεωεπιστήμονες, υπερβολικά απλουστευμένη και μονοδιάστατη.Είναι γνωστό ότι μόνο το 0,1% των εκπομπών CO2 οφείλεται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες και ότι οι φυσικοί υδρατμοί αποτελούν το 96% των αερίων του θεμοκηπίου.Από την άλλη πλευρά η γη υπήρξε, για το 80% περίπου της ηλικίας της, ένας «υγρός», «θερμοκηπιακός» πλανήτης με τους πολικούς παγετώνες σχετικά σπάνιους, και το 99,99% της προυπάρχουσας ζωής να έχει εξαφανισθεί.Η ιστορία της γης έχει δείξει ότι οι κλιματικές συνθήκες,το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας(έχει ανυψωθεί για περισσότερες από 1000 φορές),η εξέλιξη της ζωής,η κατάσταση της ατμόσφαιρας έχουν υποστεί δυναμικές και διαρκείς αλλαγές στην διάρκεια του γεωλογικού χρόνου. Η σημερινή μετερεωλογική ερμηνεία ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη οφείλεται αποκλειστικά στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες δεν συμφωνεί με την ιστορική, αρχαιολογική, γεωλογική ή/και αστρονομική καταγραφή.Οι παγκόσμιες ατμοσφαιρικές συγκέντρωσεις σε CO2 και μεθάνιο έχουν διαχρονικά μειωθεί ενώ την ίδια στιγμή το οξυγόνο που εμφανίσθηκε στο ενδιάμεσο του γεωλογικού χρόνου έχει αυξήσει την παρουσία του.Οι τεκτονικές κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών συνεχίζουν να οδηγούν στον διαμελισμό των ωκεανών,στην μετακίνηση των ηπείρων και την ηφαιστειότητα.Η τελευταία αποτελεί την κύρια πηγή αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.Το παρόν και το μέλλον της γης δεν θα είναι διαφορετικό.Δεν πρέπει λοιπόν ν’αποπροσανατολίζονται οι πολίτες ότι οι επιπτώσεις από τις φυσικές καταστροφές αντιμετωπίζονται επενδύοντας στην μείωση του CO2 και την κλιματική σταθερότητα ενώ την ίδια στιγμή οι μηχανισμοί άμεσης επέμβασης και διαχείρισης κρίσεων παραμελούνται και υστερούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)