Εδώ και μερικά χρόνια η εταιρική φυσιογνωμία, τα ιδιοκτησιακά
χαρακτηριστικά και ο καταστατικός έλεγχος
της επιχειρηματικότητας διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό περνώντας από
ένα αυτηρά οριοθετημένο εθνικό καθεστώς σε ένα σχετικά ρευστό παγκοσμιοποιημένο
σύστημα. Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει την οικονομία και την αγορά εργασίας σε
ένα περιβάλλον με νέα δεδομένα και ανάγκες που απαιτούν επαναδιατύπωση των
στρατηγικών επιλογών ανάπτυξης για τις περισσότερες χώρες. Βασικό ζητούμενο
είναι να υπάρξει άμεση αντίδραση και αποτελεσματική προσαρμογή, με τις
κατάλληλες σε κάθε περίπτωση
διαρθρωτικές αλλαγές, κυρίως σε αφορά στην αξιοποίηση συγκριτικών
πλεονεκτημάτων ανάπτυξης που διατηρούν τα εθνικά της χαρακτηριστικά. Στην
πορεία και κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ευρωπαϊκές πολιτικές
και προτεραιότητες για την εκπαίδευση, την έρευνα, την τεχνολογία και την
βιομηχανία μέ όρους ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητας.
Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών πολλές χώρες πήραν πρωτοβουλίες και
προχώρησαν σε ιστορικές, αλλά αναποφεύκτες για αυτές αποφάσεις. Σημαντικές
εθνικά επιχειρήσεις και παραγωγικές δραστηριότητες άλλαξαν κυριολεκτικά
"χέρια", κυρίως λόγω δυσβάστακτων οικονομικών προβλημάτων σε
συνδυασμό με επακόλουθες πολιτικές επιλογές, να μην υποστηριχτούν από κρατικές
επιχορηγήσεις και χρήματα φορολογούμενων. Θεωρήθηκε ορθολογικότερο και πιο
δίκαιο τα χρήματα αυτά να διατεθούν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, με την
ευρύτερη έννοια του όρου. Το γεγονός βέβαια ότι πολλές από τις δραστηριότητες
αυτές βρέθηκαν εκτός συνόρων, λόγω αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς επιχειρήσεων
που εύκολα μετακινούνται, είχε σαν αποτέλεσμα αύξηση της ανεργίας και μείωση στην
είσπραξη αντίστοιχων φόρων. Στην Σουηδία για παράδειγμα η SAAB, η ERICSSON, η VOLVO, που εκτός από απλές επιχειρήσεις αποτελούν εθνικά
σύμβολα και πρότυπα αναγνώρισης των κατακτήσεων του Σουηδικού λαού, κατέληξαν
σε Κινέζικα ή άλλα κεφάλαια, και δραστηριοποιούνται σε αρκετά μεγάλο βαθμό στις
νέες χώρες εγκατάστασης τους. Το ίδιο συνέβη και σε άλλα κράτη στην Ευρώπη και
αλλού.
Φυσικά οι χώρες με όραμα και βιώσιμο στρατηγικό σχέδιο εναλλακτικών
επιχειρηματικών δράσεων δεν πτοήθηκαν
αλλά ούτε έμειναν με "σταυρωμένα" χέρια. Το πρώτο αναπτυξιακό
αντίβαρο που οι περισσότερες επέλεξαν και ανέδειξαν, αφορούσε στην παραγωγική αξιοποίηση
του ορυκτού τους πλούτου, μάλιστα με προτροπή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
στην πολιτική ατζέντα της οποίας οι ορυκτές πρώτες ύλες έχουν πρώτο ρόλο στα
θέματα ενίσχυσης της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, βελτίωσης της ποιότητας
ζωής των πολιτών, πάταξης της ανεργίας, κάλυψης των αναγκών σε ορυκτά από
ενδοευρωπαϊκές κοιτασματολογικές πηγές, διασφάλισης αποθεματικής βιωσιμότητας
και επαρκούς διάθεσης, αλλά και σταδιακής απεξάρτησης από εισαγώμενες πρώτες ύλες.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα και ασύγκριτο πλεονέκτημα στην περίπτωση της
μεταλλευτικής επιχειρηματικότητας αποτελεί το γεγονός της γεωγραφικής εντοπιότητας
που την διακρίνει. Τα κοιτάσματα αξιοποιούνται αποκλειστικά εκεί που
εντοπίζονται. Δεν μεταφέρονται, δεν μετακινούνται και δεν
"μεταμοσχεύονται". Είναι Φινλανδικά, Σουηδικά, Καναδικά, Ελληνικά.
Έχουν δηλαδή εθνική ταυτότητα και "διαμένουν" εκεί που ανήκουν. Αυτό
σημαίνει σταθερή απασχόληση και διαχρονικά οφέλη σε εθνικό επίπεδο. Η Νορβηγία
με το πετρέλαιο τα κατάφερε ήδη, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Πολωνία η Δανία,
μέσω Γροινλανδίας, είναι σε καλό δρόμο. Η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι στο
ξεκίνημα. Τι και αν οι επενδύσεις μπορεί να είναι με ξένα κεφάλαια όταν αποδίδουν
μόνιμα και σταθερά στο εσωτερικό κάθε χώρας, τόσο σε θέσεις εργασίας και φορολογικές εισπράξεις, όσο και σε άλλα
ανταποδοτικά οφέλη και εισφορές, με βασικό αποδέκτη την τοπική οικονομία. Είναι
γνωστό και ευρύτερα αποδεκτό ότι η Ελλάδα, εφόσον αξιοποιήσει τα πολυμεταλλικά
κοιτάσματα στην Χαλκιδική, την Θράκη και αλλού, θα γίνει η μεγαλύτερη παραγωγός
χρυσού στην Ευρώπη. Η προοπτική αυτή αποτελεί μοναδική δυνατότητα βιώσιμης
επιχειρηματικότητας και δεν πρέπει να πάει χαμένη. Και στην περίπτωση της Ελλάδας
τα μεταλλεία μπορούν να είναι πιλότος και όχημα "πατριωτικής"
ανάπτυξης.