Οι σπάνιες γαιές βρίκονται στο επίκεντρο της παραγωγικής οικονομίας,
αλλά το κρίσιμο στοίχημα της καθετοποιημένης αξιοποίησης τους στην Ευρώπη μοιάζει
μάλλον άπιαστο όνειρο ή τουλάχιστον φαίνεται να είναι αδιέξοδος και άγονος προορισμός.
Αργές και σπασμωδικές κινήσεις που φανερώνουν ότι πρόκειται για κάτι που θεωρείται
ακατόρθωτο και για ορισμένους ανεπιθυμητο. Την ίδια στιγμή ούτε τα κοιτασματολογικά
αποθέματα είναι καλά-καλά γνωστά, ούτε κάποια ενδεχόμενη εξόρυξη μεταλλεύματος
προβλέπεται να ξεκινήσει, αλλά ούτε μεταλλεία σχεδιάζονται να ανοίξουν στα επόμενα
10 χρόνια. Μπορεί οι προοπτικές εντοπισμού ευρωπαϊκών αποθεμάτων σπανίων γαιών να
είναι θετικές και υπαρκτές, αλλά δεν είναι το ίδιο δυναμικές οι πρωτοβουλίες
και οι ενέργειες για την δυναμική και ολοκληρωμένη εκμετάλλευση τους.
Τι είναι οι σπάνιες γαίες;
Οι σπάνιες γαίες αποτελούνται από
μια ομάδα 17 μεταλλικών στοιχείων, που διαχωρίχονται στις αποκαλούμενες
ελαφριές και βαριές σπανιες γαίες. Στις πρώτες ανήκουν το λανθάνιο (La), σέριο
(Ce) πρασεοδύμιο (Pr), νεοδύμιο (Nd), προμήθιο σαμάριο (Sm) και σκάντιο ((Sc),
ενώ στις δεύτερες το ευρώπιο (Eu), γκαδολίνιο (Gd), (Pm)τέρβιο (Tb), δυσπρόσιο
(Dy), έρβιο (Er) όλμιο (Ho), θούλιο (Tm) υτέρβιο (Yb), λουτήσιο (LU) και ύτριο
(Y). Πέρα από την διαφορετική γεωλογική, ορυκτολογική και κοιτασματολογική τους
καταβολή οι βαριές σπάνιες γαίες εμφανίζονται πιο ”σπάνιες”, έχουν μεγαλύτερη
ζήτηση και πιο ειδικές χρήσεις, και την περίοδο αυτή είναι πιο ανταγωνιστικές
και παρουσιάζουν υψηλότερη μεταλλευτική αξία. Γενικά όμως λόγω των παρόμοιων
χημικών ιδιότητων τους ο επιμέρους διαχωρισμός και ανάκτηση τους απαιτεί
σύνθετη μεταλλουργική διαδικασία.
Καθολική κυριαρχία
από την Κίνα
Οι βιομηχανικές ανάγκες για σπάνιες γαίες τείνουν διαρκώς αυξανόμενες
με το ρυθμό παραγωγικής ζήτησης να
ξεπερνά το 8 % το χρόνο. Αυτό οφείλεται κυρίως στην καταλλήλοτητα χρήσης και εφαρμογής
τους σε πράσινες τεχνολογίες και προϊόντα αιχμής στους τομείς της αιολικής και ηλιακής ενέργειας,
έξυπνων τηλεφώνων και τηλεοράσεων, αεροδιαστημικής βιομηχανίας, υψηλής απόδοσης
φωτισμού και ηλεκτρικών συστημάτων, υβριδικών και ηλεκτρικών οχημάτων.
Η Κίνα ελέγχει σήμερα την
οικονομική αλυσίδα σπανίων γαιών, από την κοιτασματολογική έρευνα, την
μεταλλευτική εξόρυξη και την παραγωγική επεξεργασία, μέχρι την μεταλλουργική
διάθεση και προμήθεια τελικών βιομηχανικών προϊόντων. Από την πλευρά της η
Ευρώπη στερείται προς το παρόν δικών της κοιτασματολογικών αποθεμάτων και
σχετικής μεταλλευτικής βιομηχανίας με αποτέλεσμα να εισάγει από την Κίνα το 90
% πρώτων υλών και μετάλλων σπανίων γαιών. Την ίδια στιγμή η αποθεματική και
παραγωγική ενίσχυση μέσω της ανακύκλωσης είναι ελάχιστη, αφού ο βαθμός
αξιοποίησης της βρίσκεται σήμερα κάτω από 1 %.
Γεγονός λοιπόν ειναι ότι η
Ευρώπη, τώρα και στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει να αναπτύξει τον παραγωγικό και
βιομηχανικό κύκλο σπανίων γαιών στηριζόμενη στις δικές της κοιτασματολογικές
πηγές. Αυτό θα συνεχίσει να αποτελεί κυρίαρχη και μοναδική επιλογή ακόμη και
στην υποθετική περίπτωση που ο βαθμός ανακύκλωσης αγγίξει το 100 %
απόδοσης.
Ευρωπαϊκές και ελληνικές πρωτοβουλίες
έρευνας και στρατηγικικού σχεδιασμού
Τα προναφερόμενα δεδομένα και
εξελίξεις έχουν οδηγήσει στην ένταξη των σπανίων γαιών μεταξύ των κρίσιμων ορυκτών
πρώτων υλών απαραίτητων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, την βιωσιμότητα της
παραγωγικής οικονομίας και τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών της Ευρώπης. Μάλιστα
στη νέα επικαιροποιημένη λίστα των 20 κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων, η ζήτηση
για προμήθεια βαριών σπανίων γαιών παρουσιάζεται από κάθε άποψη, περισσότερο έντονη
και πιο επιβεβλημένη. Η καθυστέρηση της Ευρώπης να εντοπίσει και να αξιολογήσει
τα οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά των κοιτάσματων της, έχει οδηγήσει την
Επιτροπή και τις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις σε μια σειρά στρατηγικών
πρωτοβουλιών στους τομείς βιομηχανικής έρευνας και ανάπτυξης, με κεντρική
κατεύθυνση την ανάζητηση, καθιέρωση και εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών με
στόχο την βελτιστοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας ορυκτών πρώτων υλών. Ένα από
τα βασικά ζητούμενα η καθετοποιημένη μεταλλευτική αξιοποίηση (εξόρυξη,
εμπλουτισμός, μεταλλουργία) των σπανίων γαιών ώστε να υπάρξει πλήρης
απεξαρτοποίηση από τους περιορισμούς και υψηλές τιμές που επιβάλλει το κινεζικό
μονοπώλιο.
Τα τελευταία χρόνια, μετά από μια
σταδιακά ανοδική πορεία στην πρόοδο επενδύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στη
Γροινλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία, Γερμανία, Τουρκία, αλλά και την
υλοποίηση ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων με βιομηχανική συμμετοχή, τα δυναμικά
αποθέματα στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γροινλανδίας, υπολογίζονται σε περίπου
6 δισ. τόνους που περιέχουν συνολικά 38 εκ. τόνους σπανίων γαιών από τους
οποίους τα 10 εκ. τόνοι είναι βαριές.
Η παρουσία της Ελλάδας στις
εξελίξεις αυτές, εκτός από τις θεσμικές λειτουργίες ομάδων εμπειρογνωμώνων στο
πλαίσιο της Ε.Ε., αφορά κυρίως στην συμμετοχή του ΙΓΜΕ, του ΕΜΠ και του
Αλουμινίου της Ελλάδας μαζί με άλλους 18 εταίρους από 10 χώρες, στο ερευνητικό
έργο ”EURARE” με συνολική χρηματοδότηση 14 εκ. ευρώ περίπου, το 20 % της οποίας
λαμβάνουν οι τρεις ελληνικοί φορείς. Στο πρόγραμμα του έργου περιλαμβάνονται
κοιτασματολογική έρευνα, τεχνολογικές μελέτες και πιλοτικές μεταλλουργικές
δοκιμές σε επιλεγμένες μεταλλοφορίες σπανίων γαιών της χώρας, καθώς και σε
απόβλητα κόκκινης λάσπης του εργοσταξίου αλουμίνας. Το έργο διανύει το δεύτερο
χρόνο εκτέλεσης του και ολοκληρώνεται το 2017.
Το ΙΓΜΕ υλοποιεί επίσης
κοιτασματολογική έρευνα σπανίων γαιών τόσο σε παράκτιες και υποθαλάσσιες περιοχές,
όσο και σε μεταλλοφόρα πετρώματα της χώρας στο πλαίσιο έργων του ΕΣΠΑ. Η ερευνητική δραστηριότητα, στη
προγραμματική βάση των έργων αυτών, επικεντρώνεται σε τρεις
διαφορετικούς τύπους μεταλλοφορίας σπανίων γαιών που αναφέρονται στις ορυκτές πρώτες
ύλες προσχωσιγενών μοναζιτικών (βασικό ορυκτό είναι ο μοναζίτης) άμμων, βωξιτικών και λατεριτικών και κόκκινης λάσπης που προκύπτει σαν απόβλητο από
την μεταλλουργική επεξεργασία του βωξίτη και την παραγωγή αλουμινίου. Στην
περίπτωση δηλαδή αυτή αξιοποιείται κοιτασματολογικά ένα απόβλητο ενώ παράλληλα
αντιμετωπίζεται ένα σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα στην περιοχή.
Προτεραιότητα στην Ελλάδα θα
πρέπει να δοθεί στα κοιτάσματα βωξιτικού και λατεριτικού τύπου όπου οι
δραστηριότητες περιορίζονται σε περιοχές γνωστών μεταλλευμάτων και ενεργών
μεταλλείων. Ειδικότερα η περίπτωση της κόκκινης λάσπης παρουσιάζει μεγαλύτερο
ενδιαφέρον και θα πρέπει να εξετασθεί από κάθε παραγωγική, αναπτυξιακή και
περιβαλλοντική άποψη. Ήδη οι πρώτες μεταλλουργικές δοκιμές στο πλαίσιο του EURARE
είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.
Συμπερασματικά η κοιτασματολογική και
μεταλλευτική έρευνα σπανίων γαιών στην Ελλάδα παρουσιάζει αντικειμενικό
ενδιαφέρον, αλλά βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο και εξέλιξη, και ”ως εκ
τούτου” ανάλογη μπορεί και πρέπει να είναι και η δυνατότητα αξιολόγησης και
αξιοποίησης των στοιχείων. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα
διαθέτει μεταλλοφορίες σπανίων γαιών που δεν ανήκουν στους πιο δυναμικούς
κοιτασματολογικούς τύπους, αξίζουν όμως τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας. Αυτό
πρέπει να είναι το μήνυμα και η είδηση. Συγκρατημένη αισιοδοξία ναι, όχι όμως
ανακριβείς πληροφορίες και αβάσιμες υπερβολές.
”Γκρίζα ζώνη” η εκμετάλλευση σπανίων γαιών στην
Ευρώπη
Σε μια πολύ απλοποιμένη προσέγγιση, οι βασικοί
κοιτασματολογικοί τύποι σπανίων γαιών στην Ευρώπη είναι μαγματικής και
προσχωσιγενούς πρόελευσης. Μετά το 1960 το μεταλλευτικό ενδιαφέρον
προσανατολίσθηκε κυρίως στους μαγματικούς τύπους επειδή είναι πλουσιότεροι σε
σπάνιες γαίες και συχνότερα πλουσιότεροι σε βαριές, και ακόμη είναι γενικά
φτωχότεροι σε ραδιενεργά ορυκτά. Οι μαγματικοί τύποι εντοπίζονται στις χώρες
του ευρωπαϊκού βορρά και τη Γροινλανδία.
Η Κίνα έχει σήμερα τον γεωπολιτικό έλεγχο των
σπανίων γαιών σε όλα τα στάδια της παραγωγικής τους αλυσίδας. Έχει τα ενεργά
μεταλλεία, τις μονάδες εμπλουτισμού και τα εργοστάσια μεταλλουργίας. Η εξάρτηση
της Ευρώπης είναι πλήρης και φαίνεται ότι αυτό θα συνεχίσει για αρκετά χρόνια
ακόμη. Η Κίνα καθορίζει τις τιμές οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι
χαμηλότερες προς τους προμηθεύτες στο εσωτερικό και υψηλότερες στην εξωτερική
αγορά. Με άλλα λόγια μια κινέζικη βιομηχανία αγοράζει πολύ φθηνότερα από μια
ευρωπαϊκή.
Η ”μάχη” γίνεται σήμερα για την Γροινλανδία που
διαθέτει τα πλουσιότερα κοιτάσματα σπανίων γαιών εκτός Κίνας. Η Ε.Ε. μέσα από
την ειδική σχέση της Γροινλανδίας με την Δανία προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο
αλλά μάλλον φαίνεται να χάνει το ”παιχνίδι”. Ήδη τα δύο μεγάλα μεταλλευτικά
έργα ελέγχονται από αυστραλιανές εταιρίες, ενώ πρόσφατα η τοπική κυβέρνηση
υπόγραψε ειδική συμφωνία με τη Κίνα. Θεωρεί ότι έτσι επιταχύνεται η αξιοποίηση
του πλόυτου της αφού η Κίνα έχει έτοιμη την καθετοποιημένη παραγωγή.
Οι τρέχουσες επενδυτικές κινήσεις στην Ευρώπη, και
συγκεκριμένα αυτές της Γροιναλνδίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της
Φινλανδίας βρίσκονται σε ένα προηγμένο στάδιο κοιτασματολογικήςεξέλιξης, αλλά παρουσιάζουν σημαντική
τεχνολογική υστέρηση με αποτέλεσμα την μεγάλη καθυστέρηση έναρξης των
παραγωγικών σταδίων μεταλλευτικής εξόρυξης και μεταλλουργίας. Ένας λόγος μπορεί
να έιναι το γεγονός ότι οι μικρές και μικρομεσαίες καναδικές και αυστραλιανές μεταλλευτικές
εταιρίες που έχουν αναλάβει τις επενδύσεις αδυνατούν να αναδείξουν και να
εφαρμόσουν τις κατάλληλες τεχνολογίες μεταλλουργίας, αλλά και να διαχειριστούν
τους όποιους κοινωνικούς ενδοιασμούς, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται από την
προοπτική της καθετοποιημένης παραγωγής. Δεν διαθέτουν με άλλα λόγια την
οικονομική εγκυρότητα ούτε τα απαραίτητα διαπιστευτήρια κατοχύρωσης κοινωνικής
ευθύνης.Υπάρχουν ενδεχόμενα σχέδια για πιθανή μεταφορά των μεταλλευμάτων ή/και
συμπυκνωμάτων στις μεταλλουργίες της Κίνας, εξέλιξη που εφόσον ισχύσει δεν θα
αλλάξει το σημερινό καθεστώς στην Ευρώπη. Μια λύση στο θέμα αυτό θα μπορούσε να
είναι η επιχειρηματική συμμετοχή του κράτους στην επιχειρησιακή αξιοποίηση και
εκμετάλλευση των σπανίων γαιών αλλά και άλλων κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων. Με
άλλα λόγια τα κρίσιμα ορυκτά να θεωρούνται και στρατηγικά την στιγμή που είναι
αναγκαία και απαραίτητα για την ποιότητα ζωής στην Ευρώπη. Η εμπλοκή του
κράτους θα δημιουργήσει στερεότερες βάσεις κοινωνικής αποδοχής και σχέσεις
εμπιστοσύνης με τους πολίτες στα θέματα δημόσιας αξιοποίησης του πλούτου και
βιώσιμης διαχείρισης των αποβλήτων.