Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021
Αρχαία Εγνατία και μεταλλεία στην Παλιά Καβάλα δείχνουν σιδηρομαγγάνια αλλά κρύβουν χρυσό και άργυρο
Παλιά η Καβάλα και αρχαία η Εγνατία, υπό την εξουσία της γεωλογίας
Την χρονική περίοδο 1986-1990, ο προγραμματισμός έργων του ΙΓΜΕ, σε συνδυασμό με την αναζήτηση ερευνητικών στόχων με δυναμικό γεωλογικό και κοιτασματολογικό ενδιαφέρον, με έφερε μαζί με άλλους συναδέλφους, στην περιοχή Παλιάς Καβάλας. Τρία με τέσσερα χρόνια που ήταν από τα καλύτερα σε σχέση με την καλή συνεργασία που υπήρξε, αλλά και με την σύνθετη ερευνητική διάσταση και πρόκληση που έκρυβε, μαζί με τις ενδείξεις μιας «χρυσής» προοπτικής. Σε απόσταση αναπνοής από την «Νέα» Καβάλα, δίπλα στην αρχαία Εγνατία οδό (η νέα δεν υπήρχε ακόμη) και εύκολη πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό αρχαίων μεταλλείων, και πολλών και διαφόρων μεταλλευμάτων. Από αυτά που όλοι όταν τα βλέπουν, λένε ότι «εδώ πρέπει να υπάρχουν μέταλλα, και εννούν βέβαια τον χρυσό». Και γιατί να νοιαστεί κανείς για την σημερινή νέα Εγνατία όταν υπάρχει στην περιοχή η αρχαία. Γιατί μπροστά στην αρχαία Εγαντία οδό η νέα δεν πιάνει φράγκο. Αυτό το ξεχωριστό έργο καταπληκτικής κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής τελειότητας. Με λιθόστρωτο δρόμο, φτιαγμένο με πλάκες από τα διπλανά μάρμαρα. Αποτέλεσμα των καινοτόμων προσεγγίσεων και τεχνοτροπικών ικανοτήτων τόσο των αρχαίων ελλήνων που τον ξεκίνησαν όσο και των Ρωμαίων που τον ολοκλήρωσαν. Με την παρουσία καλοδιατηρημένων τμημάτων της αρχαίας Εγνατίας οδού που πέφτεις πάνω τους μόνο αν είσαι βοσκός ή γεωλόγος. Που σκαρφαλώνει από εδώ και από εκεί, και γράφει άπειρα χιλόμετρα, για να γνωρίσει τα πετρώματα, να δει προς τα που στρίβουν και πόσο απότομα βυθίζονται οι γεωλογικοί σχηματισμοί, αν τους ανεβοκατέβασε κανένα ρήγμα, και φυσικά αν και που υπάρχουν άφθονα μεταλλικά κυρίως ορυκτά. Και όλα αυτά για να φτιάξει ένα γεωλογικό χάρτη που διαβάζοντας τον απεικονόζει και διαχωρίζει με τον πλέον ακριβή τρόπο την εξάπλωση και τα όρια των διαφόρων πετρωμάτων, τόσο στην επιφάνεια όσο και στο υπέδαφος. Ένας καλός γεωλογικός χάρτης παρέχει πολλές και χρήσιμες πληροφορίες, που μεταξύ άλλων συμβάλλουν καθοριστικά στον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό της κοιτασματολογικής έρευνας, που ήταν και ο βασικός λόγος που μαζί με τους συναδέλφους βρεθήκαμε στην Παλιά Καβάλα. Αρχαία Εγνατία οδός λοιπόν κατασκευασμένη από τα μάρμαρα της περιοχής, με δίπλα τα αρχαία μεταλλεία και πάντα υπαρκτό το δυναμικό κοιτασματολογικό ενδιαφέρον. Με την γεωλογία δηλαδή, από την μια να ενώνει πολιτισμούς, από την ανατολή και το Βυζάντιο μέχρι την δύση και την Ρώμη, και από την άλλη να κινεί την μεταλλευτική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής απασχόλησης και δημιουργικής προόδου. Τι το καλύτερο να ζητήσει κάποιος από το να βρεθεί και να δουλεύει για μερικά χρόνια σε μια περιοχή με το πολύπλευρο και πολυδιάστατο αυτό ενδιαφέρον. Να γνωρίσει, μαζί με όλα αυτά, την Παλιά Καβάλα και τα γύρω χωριά του Χαλκερού, της Κορυφής, της Λεκάνης, του Ζυγού, του Κρυονερίου, έχοντας και αυτά από την πλευρά τους την δική τους κοιτασματολογική σημασία και αξία.
Το κοιτασματολογικό ενδιαφέρον της ευρύτερης περιοχής Παλιάς Καβάλας, σχεδόν στο σύνολο του εντοπίζεται στις περιεκτικότητες χρυσού και αργύρου που μπορεί να υπάρχουν στα σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος, και που το καθένα ταυτίζεται μεταλλευτικά με κάποιο από τα ιδιαίτερα τοπωνύμια, όπως Μάνδρα Καρή, Γκορίζο Λόφος, Γκιόλια, Κόκαλλα, Κάστρο Χαλκερού, Θυμαριά, Μαύρη Τρύπα, Αγία Ελένη. Με την ερευνητική ομάδα του ΙΓΜΕ να αναφέρεται σε ένα αρκετά μεγάλο εύρος ειδικοτήτων από γεωλόγους-χαρτογράφους, κοιτασματολόγους, γεωχημικούς, γεωφυσικούς, ορυκτολόγους και μηχανικούς μεταλλείων. Έχοντας στην επιστημονική διάθεση και δυναμική του έργου τα χαρτογραφικά «κεντήματα» του Γιάννη Χατζηπαναγή, αλλά και του Λευτέρη Δημάδη σε περισσότερο καθολική κλίμακα, τις νέες κοιτασματολογικές προσεγγίσεις από εμένα, τον Νίκο Επιτρόπου, τον Δημήτρη Ηλιόπουλο, τον Χρήστο Κοσμά, τον Μίλτο Νυμφόπουλο, τον Νίκο Φάβα, αλλά και τους ξένους συνεργάτες James Baker και Pier de Groot, τον γεωχημικό χάρτη του Κ. Κούβελου και Γιάννη Αγγελικάκη, την γεωφυσική έρευνα του Σωτήρη Νικολάου και του Γιώργου Σκιάνη, την ορυκτολογική μελέτη από τους Μαρίνα Δημήτρουλα, Ελευθερία Δήμου, Γιάννη Ζάννα, Βασίλη Περδικάτση και Γιώργο Οικονόμου, καθώς και το έργο μηχανικού του Γιώργου Γιαλόγλου. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα έχω ξεχάσει τα ονόματα και άλλων συναδέλφων που συμμετείχαν, και φυσικά ζητώ την κατανόηση τους για αυτό. Και βέβαια θα ακολουθήσει και το δεύτερο μέρος που αναφέρεται κυρίως στο περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του έργου Παλιάς Καβάλας.
«Σκουριασμένο» μετάλλευμα Ολυμπιάδας είναι τα σιδηρομαγγάνια της Παλιάς Καβάλας
Είναι συχνή και εύκολα αναγνωρίσιμη, η μεταλλογενετική εξέλιξη και η σχετική μεταλλοχημική διαφοροποίηση συγκεκριμένων μεταλλοφόρων τύπων της Σερβομακεδονικής και δυτικής Ροδόπης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις εντυπωσιακές κοιτασματολογικές «μεταλλάξεις» που παρατηρούνται και διαπιστώνονται στην ΒΑ Χαλικιδική (Ολυμπιάδα, Μαύρες Πέτρες, Πιάβιτσα), στο Παγγαίο (Πιλάφ Τεπέ, Μεσορόπη), στην Δράμα (25 χιλιόμετρο, Ταρτάνα, Καρπουζλούκ) και στην Παλιά Καβάλα που ίσως αποτελεί και την κλασσικότερη περίπτωση. Με τα θειούχα κοιτάσματα βαθειά στο υπέδαφος των μεταλλείων Ολυμπιάδας και Μαύρων Πετρών να οξειδώνονται (να "σκουριάζουν" δηλαδή) άμεσα και έντονα κάθε φορά που προσεγγίζουν και κάνουν την εμφάνιση τους στην επιφάνεια, όπου έρχονται σε επαφή με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Έτσι προκύπτουν τα καφέ, κόκκινα και μαύρα μεταλλεύματα, τις «Μαύρες Πέτρες» δηλαδή, που βλέπει κανείς να ξεπροβάλλουν δίπλα στην Στρατονίκη, και σε όλο το μήκος του επιβλητικού μεταλλοφόρου ρήγματος της περιοχής από το Στρατώνι ανατολικά, την Πιάβιτσα κεντρικά μέχρι την Βαρβάρα δυτικά. Οξείδια μεταλλεύματα εμπλουτισμένα σε σίδηρο και μαγγάνιο που όμως εξακολουθούν να διατηρούν την πολυμεταλλικότητα των αρχικών πρωτογενών θειούχων κοιτασμάτων από τα οποία προέρχονται. Πιο συγκεκριμένα, σε συνθήκες υπεδάφους τα μέταλλα βρίσκονται σχεδόν πάντοτε με την μορφή θειούχων ορυκτών. Για παράδειγμα, ο σιδηροπυρίτης, που είναι κιτρινωπό θειούχο ορυκτό του σιδήρου, μόλις βρεθεί σε συνθήκες αυξημένης παρουσίας οξυγόνου, «μεταμορφώνεται» κυρίως σε κόκκινο και καφέ λειμονί.τη, που είναι οξείδιο ορυκτό του σιδήρου. Στα ίδια κοιτάσματα της Ολυμπιάδας και των Μαύρων Πετρών, το αρχικό μαγγάνιο βρίσκεται σαν αλαβανδίτης, που είναι θειούχο ορυκτό του μαγγανίου και σαν ροδοχρωσίτης, που είναι ανθρακικό ορυκτό του μαγγανίου, που και τα δύο στην επιφάνεια «μεταλλάσσονται» κυρίως σε πυρολουσίτη, χαρακτηριστικό οξείδιο (υδρο-) ορυκτό του μαγγανίου. Ακριβώς αυτή είναι και η μεταλλογενετική σχέση και προέλευση των σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων που εμφανίζονται και απλώνονται γεωγραφικά σε όλες τις πλευρές και χώρους της ευρύτερης περιοχής Παλιάς Καβάλας. Αποτελούν όλα τα μεταλλεύματα, σε μεγάλο βαθμό, οξειδωμένα ισοδύναμα θειούχων μεταλλικών ορυκτών επιφανειακά εκτεθειμένων μέσα από την γεωτεκτονική εξέλιξη της περιοχής. Μια διεργασία χημικής διάβρωσης που μετατρέπει τον αρσενοπυρίτη, που είναι θειούχο ορυκτό αρσενικού και σιδήρου με υψηλές περιεκτικότητες χρυσού, σε σκοροδίτη, οξείδιο (υδρο-) ορυκτό του αρσενικού. Μέσα από αυτή την διαδικασία οξείδωσης ο δυσκατέργαστος μεταλλουργικά αρσενοπυρίτης, «απελευθερώνει» τον χρυσό και μεταβάλλεται σε σκοροδίτη που έχει απόλυτα αδρανή χημική συμπεριφορά στη σχέση του με το περιβάλλον.
Το ΙΓΜΕ άρχισε το 1984 να διεξάγει βασική γεωλογική και κοιτασματολογική έρευνα. Από τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών προκύπτουν θετικά συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα και την ποσότητα του μεταλλεύματος. Ερευνητικές εργασίες (18 γεωτρήσεων μέσου βάθους 150 μέτρων) που έγιναν από την Μεταλλευτική Βορείου Ελλάδος (1972-1973) παρέχουν θετικές πληροφορίες για την ύπαρξη σημαντικών μεταλλικών συγκεντρώσεων πολύτιμων μετάλλων στην θέση Γκιόλια που αποτελεί το ΒΑ άκρο της ζώνης Μάνδρα Καρή-Γκιόλα. Συγκεκριμένα αναφέρεται η παρουσία 2.500.000 τόνων πιθανών αποθεμάτων με μέση περιεκτικότητα 2-2,5 γρ/τον χρυσό. Υπολογίζεται ότι το 20% δηλαδή περίπου 400.000 τόνοι έχουν μια μέση περιεκτικότητα σε 7 γρ/τον χρυσό. Στην ευρύτερη περιοχή, επιφανειακές παρατηρήσεις σε συνδυασμό με γεωτρήσεις (8 γεωτρήσεις την περιοχή Κόκκαλα και 1 στη Μ. Καρή) δείχνουν την ύπαρξη 10.000.000 τόνων δυνατών αποθεμάτων. Τα μεταλλοφόρα σώματα εντοπίζονται στους ανώτερους μαρμαροσχιστολιθικούς ορίζοντες και σε βάθος μέχρι 100 μέτρα από την επιφάνεια και το πάχος τους κυμαίνεται από 0,50-13,50 μέτρα. Οι περιεκτικότητες του χρυσού, που παρουσιάζουν συμπαθητική σχέση με το αρσενικό, αυξάνουν με το βάθος. Σχετικά με την ανάκτηση των πολύτιμων μετάλλων, για τον χρυσό φθάνει μέχρι 99%, για τον άργυρο 78% και για το αρσενικό περίπου 60%. Με βάση τα αποτελέσματα των γεωφυσικών ερευνών, καθώς και της συστηματικής δειγματοληψίας του ΙΓΜΕ, σε επιφανειακά και υπόγεια τμήματα της μεταλλοφορίας στις θέσεις Γκορίζο Λόφου και Μάνδρα Καρή, οι προοπτικές για εντοπισμό σημαντικών μεταλλοφόρων σωμάτων παρουσιάζονται ενθαρρυντικές.
Στη βάση των συμπερασμάτων αυτών το ΙΓΜΕ επανήλθε στην περιοχή γύρω στο 1987-1990, με νέα ομάδα γεωλόγων, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στο προηγούμενο πρώτο μέρος της ιστορικής αυτής αναφοράς και παρέμβασης, καθώς και με διαφορετικούς κοιτασματολογικούς στόχους και προσέγγιση. Οι συγκεντρώσεις σιδηρομαγγανιούχων οξειδώσεων, που αποτελούν τις χαρακτηριστικές μεταλλοφόρες εμφανίσεις της περιοχής, ερευνήθηκαν αυτή τη φορά με έμφαση στο κοιτασματολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι περιεκτικότητες μολύβδου, ψευδαργύρου, χαλκού, χρυσού και αργύρου. Να διερευνηθεί δηλαδή κατά πόσο σίδηρος και μαγγάνιο, κρύβουν μέσα τους χρυσό και άργυρο. Πολύ γρήγορα προσδιορίστηκε η ορυκτολογική σύσταση που λίγο πού είναι η ίδια σε όλες τις μεταλλοφόρες εμφανίσεις της Παλιάς Καβάλας, αποτελούμενη από αρσενοπυρίτη, σιδηροπυρίτη, χαλκοπυρίτη, μαγνητοπυρίτη, γαληνίτη, σφαλερίτη, γκαιτίτη, ενσουτίτη, ολενίτη, χαλκοφανή, σιδερίτη, αιματίτη, λεπιδοκροκίτη, τοντοροκίτη, λειμονίτη, καθώς και ασβεστίτη και χαλαζία. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή της Παλιάς Καβάλας καταλαμβάνει έκταση 250 τ.χλμ και συμπεριλαμβάνει περισσότερες από 70 εμφανίσεις οξειδωμέμου μεταλλεύματος, περισσότερο σιδηρούχου και λιγότερο μαγγανιούχου. Οι πιο σημαντικές μεταλλοφόρες συγκεντρώσεις βρίσκονται στις περιοχές Μάντρα Καρή, Γκιόλια, Γκορίζο Λόφος και Θυμαριά. Οι μεταλλοφορίες είναι τεκτονικά ελεγχόμενες και περιορίζονται από ΒΑ και ΒΔ ζώνες διάτμησης μεταξύ σχιστολίθων (γνεύσιοι, αμφιβολίτες) και μαρμάρων της σειράς του Παγγαίου. Η μεταλλοφορία συναντάται σε μορφή φλεβών ή συμπαγών σωμάτων με κύρια ορυκτά τον αρσενοπυρίτη, σιδηροπυρίτη, ήλεκτρο, χαλκοπυρίτη, μαγνητοπυρίτη, γαληνίτη, χαλαζία και ασβεστίτη. Οι τεκτονικές επαφές μεταξύ μαρμάρων και σχιστολίθων φαίνεται ότι είναι οι πιο ευνοϊκές θέσεις εναπόθεσης της μεταλλοφορίας. Τα μεταλλοφόρα σώματα έχουν φακοειδή, στρωματόμορφη ή ακανόνιστη μορφή. Ο χρυσός βρίσκεται συχνά σε αυτοφυή μορφή μέσα σε γκαιτίτη που είναι αποτέλεσμα οξέιδωσης του σιδηροπυρίτη. Οι θειούχες μεταλλοφορίες των βασικών μετάλλων της Παλιάς Καβάλας, που προηγήθηκαν της οξείδωσης, δημιουργήθηκαν από υδροθερμικά διαλύματα μεταμορφικής προέλευσης που εγκλωβίστηκαν σε ρηξιγενείς ζώνες. Σε μεταγενέστερο στάδιο τα διαλύματα αυτά επανακινητοποιήθηκαν και εμπλουτίσθηκαν με μαγματικά ρευστά που έχουν σχέση με τον Τριτογενή μαγματισμό της περιοχής. Αναλύσεις που έγιναν σε δείγματα χαλαζιακών φλεβών με ασβεστίτη, χαλκοπυρίτη και σιδηροπυρίτη, έδωσαν περιεκτικότητες σε χρυσό πάνω από 9,5 γρ/τον. Αναλύσεις σε φλέβες οξειδωμένου σιδηροπυρίτη έδωσαν περιεκτικότητες από 0,1 έως 14 γρ/τον χρυσό. Αναλύσεις από την περιοχή Μάντρα Καρί έδωσαν περιεκτικότητα σε χρυσό λιγότερη από 1 γρ/τον, όμως αυξημένη περιεκτικότητα σε άργυρο (>160 γρ/τον). Το μετάλλευμα της περιοχής Μάνδρα Καρή χαρακτηρίζεται γενικά από υψηλές περιεκτικότητες σε άργυρο και χαμηλές περιεκτικότητες σε χρυσό. Οι περιεκτικότητες του σίδηρου ανέρχονται σε 30%, του μαγγανίου 25,1%, του μολύβδου 0,5% και του ψευδαργύρου 0,3%. Τα βέβαια αποθέματα στη περιοχή Μάντρα Καρή υπολογίζονται σήμερα σε 500.000 τόνους σιδηρομεταλλεύματος με 0,1 γρ/τον χρυσό. Στο παρελθόν υπήρξε εξόρυξη 100.000 τόνων. Τα μεταλλοφόρα σώματα της περιοχής Γκιόλια θεωρούνται ότι βρίσκονται σε βαθύτερο επίπεδο διάβρωσης. Παρατηρήθηκαν πρωτογενή ορυκτά (σιδηροπυρίτης, αρσενοπυρίτης, χαλκοπυρίτης) μέσα σε χαλαζιακές φλέβες. Αρσενοπυρίτης, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, μαγνητοπυρίτης, γαληνίτης, χρυσός και χαλαζίας είναι η χαρακτηριστική ορυκτολογική σύσταση για τις μεταλλοφορίες της περιοχής Γκιόλια. Ο χρυσός εντοπίζεται σε υπομικροσκοπική μορφή (1,5-2,5 μικρά) μέσα στο χαλαζία σε λατυποποιημένες χαλαζιακές φλέβες. Στη περιοχή Γκιόλια τα βεβαιωμένα αποθέματα ανέρχονται σε 300.000 τόνους με 7 γρ/τον χρυσό, 50% σίδηρο και 7,5% μαγγάνιο. Στο παρελθόν υπήρξε εξόρυξη 50.000 τόνων μεταλλεύματος. Στη περιοχή Μαύρη Τρύπα – Αγία Ελένη τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 10.000 τόνους σιδηρούχου μεταλλεύματος με 5,5 γρ/τον χρυσό. Η περιεκτικότητα του σιδήρου και του μαγγανίου είναι 40% και 25 % αντίστοιχα. Σημειώνεται επίσης και η παρουσία βασικών μετάλλων μολύβδου, ψευδαργύρου με περιεκτικότητες και των δύο στοιχείων περίπου 3%. Στην περιοχή Χαλκερού-Κάστρου τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 5.000 τόνους σιδηρομεταλλεύματος με χαμηλή περιεκτικότητα γύρω στα 0,5 γρ/τον, όμως πλούσιο σε χαλκό που ανέρχεται σε 2,8%.
Βέβαια, ακόμη και αν το αποτέλεσμα έδειχνε ότι υπήρχαν δυνατότητες αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των χρυσοφόρων σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων Παλιάς Καβάλας, το γεγονός της κοντινής απόστασης από την πόλη της Καβάλας μειώνε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες πιθανότητες. Πόσο μάλλον σήμερα που την περιοχή διαπερνά επίσης η νέα Εγνατία οδός.
Σε κάθε περίπτωση, η γεωλογική-κοιτασματολογική-γεωχημική-γεωφυσική-ορυκτολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε συνέβαλλε καθοριστικά , και εξακολουθεί να συμβάλλει και να συνεισφέρει σε μια πιο τεκμηριμένη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της μεταλλογενετικής εξέλιξης στις ζώνες Σερβομακεδονικής και Ροδόπης.
Γεωλογική-κοιτασματολογική έρευνα στην περιοχή Παλιάς Καβάλας με στόχο τα χρυσοφόρα σιδηρομαγγάνια, με την αρχαία Εγνατία οδό να κάνει την διαφορά
Τμήματα της αρχαίας Εγνατίας οδού με τη μαρμάρινη λιθόστρωση ασορτί με το γεωλογικό περιβάλλον
Εμφανίσεις χρυσοφόρου σιδηρομαγγανιούχου μεταλλεύματος στη θάση Γκορίζο Λόφος με φόντο την Θάσο
Η γεωλογική-κοιτασματολογική χαρτογράφηση βρέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας που πραγματοποίησε το ΙΓΜΕ στην περιοχή Παλιάς Καβάλας
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021
Παγγαίο- από τα Χρυσωρυχεία στις Ασημότρυπες
Τα αρχαία χρυσωρυχεία μας φέρνουν κοντά του
Παγγαίο, το βουνό που κουβαλάει πάνω του όλη την γη, που του φόρτωσαν όλο το βάρος της «Πανγαίας»! Με τα πλούσια σε χρυσό και άργυρο ορυχεία του που έκαναν τον Ηρόδοτο να αναφέρει «..το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα..», τον Στράβωνα να λέει «..Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα..», τον Ευρυπίδη να το ονομάζει «..όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο..» και τον Θουκιδίδη να επικαλείται τα μεταλλεία της Σκαπτής Ύλης, στην διπλανή κοιλάδα των Φιλίππων. Ακόμη ο Πεισίστρατος, τον 6ο αιώνα π.Χ., χάρη στα πλούτη που απέκτησε στα μεταλλεία του Παγγαίου κατά την εξορία του, ανακατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Αισχύλος στην τραγωδία «Πέρσαι» αναφέρει το όρος Παγγαίο στην περιγραφή της πορείας των ηττημένων Περσών: «...φτάσαμε στη Μακεδονία, στον Αξιό, και στους βάλτους και τις καλαμιές της Βόλβης και στο Παγγαίο όρος». Με δεδομένη την στρατηγική σημασία του Παγγαίου δεν ήταν τυχαίο που ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος κατέλαβε την περιοχή και ίδρυσε στην σκιά του βουνού την πόλη των Φιλίππων.
Βλέποντας νότια έχει μπροστά του το Σύμβολο, ένα βουνό γνωστό και για τον γρανίτη του. Ανάμεσα τους η Πιέρια κοιλάδα, που πήρε το όνομα της από τους χρυσωρύχους Πίερες, Θρακικός λαός της αρχαίας Μακεδονίας, και που από τον Στρυμώνα μέχρι την Ελευθερούπολη την διασχίζουν τόσο η παλιά εθνική οδός όσο και η Εγνατία οδός. Χαρακτηριστικό της κοιλάδας τα πολλά και κοντά, το ένα στο άλλο, χωριά, που όλα μαζί φέρνουν το όνομα «Ηνωμένες Πολιτείες»! Θυμάμαι σαν παιδί, γύρω στα 8 με 10 χρονών, συνέβαινε να ταξίδευω αρκετά συχνά προς την Δράμα και την Καβάλα. Δεν έβλεπα λοιπόν την ώρα και τη στιγμή που το λεωφορείο θα περνούσε δίπλα από το λεοντάρι της Αμφίπολης, θα βρισκότανε πάνω στην μεταλλική γέφυρα του Στρυμώνα και θα έβλεπα από τόσο κοντά αυτό το πανύψηλο βουνό που το έλεγαν Παγγαίο. Που να ήξερα τότε ότι 30 χρόνια μετά, ότι όχι μόνο θα ανέβαινα στην κορυφή του, αλλά ότι σαν γεωλόγος θα πατούσα στα μονοπάτια και θα βρισκόμουν στις ίδιες μικρές μεταλλευτικές στοές από τις οποίες οι αρχαίοι Έλληνες, πήραν τον χρυσό που υπήρχε, και δημιούργησαν οικουμενικό πολιτισμό αλλά και ισχυρή πολιτική δύναμη.
Και για να πάμε στα δικά μας χρόνια, γύρω στο 1990 μια ομάδα γεωλόγων του ΙΓΜΕ βρέθηκε στην περιοχή παίρνοντας στα χέρια της την σκυτάλη από όλους αυτούς που προγενέστερα, από το πολύ μακρινό παρελθόν, συμμετείχαν στον ίδιο μεταλλευτικό αγώνα δρόμου.΄Εχοντας δηλαδή σαν στόχο την κοιτασματολογική έρευνα χρυσού και άλλων μεταλλικών ορυκτών στο Παγγαίο και ευρύτερα στην περιοχή. Μαζί στην προσπάθεια αυτή ο αξέχαστος συνάδελφος μας Δημήτρης Ηλιόπουλος, ο Γιάννης Χατζηπαναγής, ο Χρήστος Κοσμάς, ο Νίκος Επιτρόπου, η Ελευθερία Δήμου, που με το μικροσκοπικό της «μάτι», όπου και αν «κρυβότανε» ο χρυσός θα τον έβρισκε. Με την ένταξη της περιοχής σε κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα, στην ερευνητική ομάδα προστέθηκαν περιστασιακά και οι James Baker και Rob Hellingwerf, δύο εξαιρετικοί επιστήμονες, και με τον καιρό καλοί φίλοι, που μέσα από την συνεργασία μας διατηρούν ακόμη και σήμερα τη άριστη σχέση τους με την ελληνική γεωλογία. Σίγουρα συνέβαλλαν και άλλοι Έλληνες αλλά και ξένοι συνάδελφοι που η κακή μου μνήμη δεν με βοηθάει να θυμηθώ τα ονόματα τους.
Χρυσός και ασήμι υπάρχουν, το κοίτασμα λείπει
Το μονοπάτι στη βόρεια πλαγιά του Παγγαίου, με σημείο εκκίνησης την Νικήσιανη και τελικό προορισμό και άφιξη στις Ασημότρυπες μετά από περίπου 1,5 ώρα, ήταν από μόνο του μια ξεχωριστή εμπειρία. Ήδη από την αρχή του ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η παρουσία αρχαίων σκουριών, διάσπαρτα εδώ και εκεί αλλά και σε σωρούς. Αν τα αποθέματα τους ήταν πολλά θα μπορούσαν ίσως να συμβάλλουν στην κοιτασματολογική δυναμική της περιοχής με δεδομενο ότι η χημική ανάλυση τους φανερώνει υψηλές περιεκτικότητες χρυσού. Όσο και αν ήταν καλοί μεταλλουργοί οι αρχαίοι χρυσωρύχοι, οι κάμινοι, τα λεγόμενα χωνευτήρια τήξης του χρυσού, που επίσης σώζονται «εν μέρει», δεν κατόρθωναν να πάρουν όλο τον χρυσό του αρχικού μεταλλεύματος. Ανεβαίνοντας το σκεπασμένο από πανέμορφες καστανιές μονοπάτι, και φθάνοντας στις Ασημότρυπες, όσο τρομάζεις από την εικόνα της παλιάς στοάς (από το 1977), τόσο εντυπωσιάζεσαι από τα δομικά χαρακτηριστικά των μεταλλοφόρων πετρωμάτων που βλέπεις μπροστά σου. Χρήζει πραγματικά εκπαιδευτικής αξιοποίησης στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης φοιτητών από τα γεωλογικά τμήματα των πανεπιστημίων της χώρας. Αναπτύσσεται με συμπαγή μορφή σε βάρος στρωμάτων μαρμάρων της μεταβατικής ζώνης (γεωλογικός σχηματισμός με ευρεία παρουσία στην δυτική Ροδόπη), με κύρια ορυκτά τον αρσενοπυρίτη, τον χαλκοπυρίτη, τον σιδηροπυρίτη, τον σφαλερίτη, τον γαληνίτη αλλά και ορυκτά του χρυσού και του αργύρου. Με πολυμεταλλική σύσταση που περιέχει 2,1 % χαλκό, 0,6 % μόλυβδο, 0,2 % ψευδάργυρο, αλλά κυρίως 47 γρ/τον ασήμι και 7 γρ/τον χρυσό. Από τις Ασημότρυπες, αν υπάρχει κουράγιο, καλή φυσική κατάσταση και αναρριχητική δεινότητα, μπορεί να συνεχίσει κανείς πεζοπορικά μέχρι την κορυφή Πιλάφ Τεπέ (μετονομάστηκε ελληνικά σε Αυγό ή Μαυροκορυφή), θέση που επίσης είναι πολύ εύκολα προσβάσιμη με αυτοκίνητο λόγω κυρίως των πρόχειρων χιονοδρομικών εγκαταστάσεων που υπήρχαν τουλάχιστον τότε. Η παρακείμενη μεταλλοφορία χαρακτηρίζεται κυρίως από οξείδια αλλά και άλλα δευτερογενή ορυκτά, με κυρίαρχη την παρουσία του λειμονίτη, μαγγανιούχων ορυκτών, μαλαχίτη, και υπολείμματα θειούχω ορυκτών όπως χαλκοπυρίτη που φαίνεται πως γλύτωσε την σαρωτική επιβολή της οξείδωσης. Χαμηλές οι περιεκτικότητες χρυσού με την μεγαλύτερη στα 0,35 γρ/τον. Γενικά η συγκεκριμένη διαδρομή, αν φυσικά είστε του «βουνού» ή του «ορειβατικού», προτείνεται και σε μη γεωλόγους έχοντας φυσικά μαζί νερό, ένα θερμό με καφέ και κάτι φαγόσιμο.
Ερχόμενοι στην νοτιοανατολική-νότια πλευρά του Παγγαίου και ξεκινώντας από το Χορτοκόπι προς την Αυλή είναι εντυπωσιακη η παρουσία των μικρών σε μέγεθος αρχαίων στοών εξόρυξης χρυσού. Τεκτονικές ζώνες πυριτιωμένων και σερικτιωμένων γνευσίων, με ένα εύρος 100 μέτρων, συνοδεύονται από την παρουσία φλεβών σιδηροπυρίτη και υδροθερμικού χαλαζία, που στην λειμονιτική κυρίως έκφραση τους περιέχουν πάνω από 4 γρ/τον χρυσό. Νοτιοδυτικότερα στο χωριό Μεσορόπη η εμφανώς οξειδωμένη μεταλοφορία θυμίζει περισσότερο την κοιτασματολογική εικόνα στις Ασημότρυπες, με χαρακτηριστικά ορυκτά τον χαλκοπυρίτη, τον σιδηροπυρίτη, τον μαλαχίτη, τον λειμωνίτη, αλλά και ορυκτά του χρυσού. Στην επαφή της μεταλλοφορίας με τα μάρμαρα παρατηρείται ζώνη σκαρνούχων ορυκτών, όπως επίδοτου, κεροστίλβης και γρανάτη. Οι τιμές του χρυσού φθάνουν μέχρι 84,5 γρ/τον, με την μέση τιμή να υπολογίζεται σε περίπου 5,9 γρ/τον. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του Παγγαίου, στη Μεσολακκιά, ανάμεσα στη Νέα Φυλή βόρεια και το Οφρύνιο νότια, η μεταλλοφορία θυμίζει τις καλαμίνες στα Λιμενάρια, όπως αποφάνθηκε και ο Νίκος Επιτρόπου που δούλεψε για πολλά χρόνια στα αντίστοιχα κοιτάσματα της Θάσου. Η μεταλλοφορία εντοπίζεται σε μια χαρακτηριστικά λατυποποιημένη επωθητική ζώνη με κύρια ορυκτά τον σμισθονίτη, μαλαχίτη, αζουρίτη, λειμονίτη, καθώς και ανκερίτη, βαρίτη, ροδοχρωσίτη και σιδερίτη. Πολύ ενδιαφέρον έχει εδώ η παλιά εγκατελειμμένη Μεσολακκιά, ένα χωριό πραγματικό φάντασμα, με τα σπίτια να βρίσκονται μόνα και ερμητικά στη θέση τους. Η περιεκτικότητα μολύβδου-ψευδαργύρου με την μορφή καλαμινών ανέρχεται σε περίπου 20%, ενώ η τιμή του χρυσού είναι πολύ χαμηλή δεν ξεπερνάει τα 0,07 γρ/τον. Στό ύψος της Ελευθερούπολης και στη πλευρά του Συμβόλου, λίγο έξω από το χωριό Κοκκινόχωμα εμφανίζεται μεταλλοφορία χρυσού αντίστοιχης αυτής στο Χορτοκόπι, στην απέναντι πλευρά του Παγγαίου. Πρόκειται για φλέβες σιδηροπυρίτη και υδροθερμικού χαλαζία, με την παρουσία λειμονιτίωσης, που περιέχουν μέχρι 38,8 γρ/τον χρυσό, με την μέση τιμή στα 7,3 γρ/τον. Όπως φαίνεται και στην τομή, ανάμεσα στα δύο βουνά, Παγγαίο και Σύμβολο, υπάρχει η Πιέρια κοιλάδα, που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τεκτονικού βυθίσματος, με τις δικές του γεωλογικές ιδαιτερότητες και δυνατότητες. Γενικά, τόσο ο χρυσός, όσο και το ασήμι, αλλά και άλλα μέταλλα υπάρχουν απανταχού στο Παγγαίο.’Αλλες όμως ήταν οι αποθεματικές απαιτήσεις των αρχαίων, από αυτές που ισχύουν σήμερα για να φτιάξεις ένα κοίτασμα!
Την ιστορία την γράφουν οι άνθρωποι
Η γεωλογία είναι ίσως η πιο δημοκρατική από τις επιστήμες. Κάτι σαν πολίτης του κόσμου. Δεν αναγνωρίζει σύνορα, δεν κάνει κοινωνικές διακρίσεις, φέρνει κοντά διαφορετικούς κόσμους, αλλά κυρίως ενώνει ανθρώπους. Στο Παγγαίο βλέπουμε ότι δύο διαφορετικές γεωλογικά ζώνες, η Σερβομακεδονική στην πλευρά της κεντρικής Μακεδονίας και η ζώνη της Ροδόπης στην πλευρά της Ανατολικής μακεδονίας, έρχονται σε επαφή έστω και τεκτονικά, δηλαδή κάπως ανορθόδοξα, αλλά και ότι η κοντινή αυτή σχέση και συνάντηση, επιτρέπει την άμεση σύγκριση, που τελικά αναδεικνύει μεταξύ τους ομοιότητες, τόσο στα είδη των πετρωμάτων και τους γεωλογικούς σχηματισμούς, όσο και στους κοιτασματολογικούς τύπους. Και όπως φαίνεται στην τομή, οι διάφοροι κοιτασματολογικοί τύποι, που κανονικά ο καθένας τους εντάσσεται μεταλλογενετικά, είτε στη γεωλογική ζώνη της Σερβομακεδονικής είτε σε αυτήν της Ροδόπης, μπορούν να χωρέσουν από κοινού στο ίδιο εικονικό μοντέλλο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο ίδιο μοντέλλο πίσω από κάθε περιοχή, τοποθεσία, κοίτασμα υπάρχει η παρουσία, έστω νοητή ή συμβολική, των ανθρώπων που έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην ανάδειξη και καθιέρωση τους. Τα παραγωγικά μαγγάνια Δράμας φέρνουν στο μυαλό Γιάννη Χατζηπαναγή, οι θρυλικές Ασημότρυπες θυμίζουν Δημήτρη Ηλιόπουλο, η ιστορική Μαρλού της Θάσου δεν θα υπήρχε χωρίς Νίκο Επιτρόπου, τα σιδηρομαγγάνια Παλιάς Καβάλας οδηγούν την σκέψη στο Χρήστο Κοσμά. Όσο για την πολυμεταλλική Ολυμπιάδα και τις χαλκούχες Σκουριές, είναι πολλοί αυτοί που διαχρονικά έχουν συνδεθεί μαζί τους. Και βέβαια το κοίτασμα πετρελαίου φέρνει στο νου μου τον Γιάννη Χατζηεμανουήλ από την Θάσο, που εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), και υπήρξε συμφοιτήτης μου στη Σουηδία, συμπαίκτης στις ομάδες μπάσκετ και ποδοσφαίρου στην Ακρόπολη Στοκχόλμης, και παραμένει πολύ καλός φίλος. Η όποια επιστημονική και επαγγελματική σχέση συναδέλφων με αντικείμενα που έχουν διαχρονικά υπηρετήσει, είναι θέμα δεοντολογίας, αναγνώρισης και ιστορικής πραγματικότητας. Γιατί η ιστορία πρέπει πάντοτε να γράφεται σωστά!
Εικόνες, συμβάντα, δεδομένα, αποτελέσματα που έχουν κοινό σημείο αναφοράς την σχέση τους με ιστορικά έργα κοιτασματολογικής έρευνας του ΙΓΜΕ. Τόσο εθνικά στοχευμένα στη βάση δημόσιας χρηματοδότησης, όσο και στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που από την πλευρά τους συνέβαλλαν επίσης τόσο στην οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου όσο και στην ανύψωση του ευρωπαϊκού του προφίλ. Ακόμη, στην δεκαετία του 1980 κυρίως, λειτούργησαν οι Ομάδες Βασικής Κοιτασματολογικής Έρευνας (ΟΒΚΕ), υποδιαιρούμενες στις Υποομάδες Βασικής Κοιτασματολγικής Έρευνας (ΥΒΚΕ), δύο από τις οποίες ήταν αυτές της Σερβομακεδονικής και της Ροδόπης.
Είναι γεγονός ότι η καραντίνα μας έχει στερήσει την δυνατότητα να ζούμε κανονικά, όμως έχει από από την πλευρά δημιουργήσει ευκαιρίες για νέες απασχολήσεις και δραστηριότητες, κυρίως τα σαββατοκύριακα. Έχω από την πλευρά μου, σχεδόν με την έναρξη της πανδημίας, ξεκινήσει την συγγραφή βιβλίου με αναφορά σε διάφορες στιγμές και γεγονότα στα οποία συμμετείχα προσωπικά, δίνοντας έμφαση στους ανθρώπους που γνώρισα και που έφερε η ζωή να βρεθώ κοντά και μαζί τους. Οπωσδήποτε η γεωλογία και τα 29 όμορφα χρόνια που ήμουν στο ΙΓΜΕ αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι. Όλη η διαδρομή Ελλάδα-Σουηδία-Ελλάδα-Σουηδία, δοσμένη με απλό αφηγηματικό, περιγραφικό και απόλυτα ιστορικό τρόπο. Από το δοκίμιο λοιπόν ένα διαφοροποιημένο απόσπασμα που αφορά στην γεωλογική-κοιτασματολογική έρευνα του Παγγαίου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)