Σύμφωνα με
πρόσφατη έκθεση του φορέα Γεωλογικής Έρευνας Σουηδίας (http://www.sgu.se/om-sgu/nyheter/2017/juni/okad-malmproduktion-under-2016/)
καταγράφονται σαφείς τάσεις οικονομικής ανάκαμψης της βιομηχανίας ορυκτών
πρώτων υλών της χώρας . Συγκεκριμένα το 2016 έκλεισε με συνολικά αυξημένη
μεταλλευτική παραγωγή με τον ψευδάργυρο και τον άργυρο να πετυχαίνουν ιστορικά
ρεκόρ επιδόσεων. Η εξέλιξη αυτή συδέεται σε μεγάλο βαθμό με την σταθεροποίηση
και τις υψηλότερες «πτήσεις» που παρατηρούνται πλέον στις τιμές πολλών ορυκτών
και μετάλλων. Για παράδειγμα, σε σχέση με το 2015, η τιμή του σιδήρου αυξήθηκε
με 80%, του ψευδαργύρου με 70%, των άλλων μετάλλων με περίπου 20%, ενώ η τιμή
του χρυσού παρέμεινε σταθερή. Η σουηδική λοιπόν μεταλλευτική παραγωγή μέσα στο
2016 αυξήθηκε με 3% και έπιασε συνολικά τους 74,9 εκ. τόνους, επίδοση που αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη
μετά το 1990.
Περισσότερο
ανέβηκε η παραγωγή του σιδήρου με 8% και 26,9 εκ. τόνους. Η μεταλλική παραγωγή
499 τόνων αργύρου και 258.164 τόνων ψευδαργύρου, που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία
αύξηση 5%, ήταν η μεγαλύτερη από ποτέ, κυρίως λόγω της νέας μεταλλουργικής
μονάδας που ξεκίνησε την λειτουργία της στη χώρα.
Σε σχέση με την
μεταλλευτική παρουσία της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η χώρα βρίσκεται στην,
-
Πρώτη
θέση στο σίδηρο καλύπτοντας το 91% ευρωπαϊκής παραγωγής
-
Πρώτη
θέση στο μόλυβδο και ψευδάργυρο
-
Δεύτερη
θέση στον άργυρο
-
Τρίτη
θέση στο χρυσό, και
-
Τέταρτη
θέση στο χαλκό
Ακόμη, η παραγωγή
βιομηχανικών ορυκτών αυξήθηκε και αυτή με 3% ενώ δόθηκαν και τρεις νέες
μεταλλευτικές άδειες. Από την άλλη πλευρά, στον αντίποδα των θετικών τάσεων
υπήρξε πτώση στις δαπάνες κοιτασματολογικής έρευνας και μείωση 10% στην
παραγωγή δομικών λίθων.
Η σουηδική
μεταλλευτική βιομηχανία καταφέρνει κατορθώνει ακόμη και σε περιόδους ύφεσης να διατηρεί
την ανταγωνιστική της θέση και δεινότητα, και να πετυχαίνει βιώσιμες
αναπτυξιακά επιδόσεις και αποτελέσματα. Ο σωστός στρατηγικός σχεδιασμός που συνδέεται με την συνεχή αναζήτηση της
καινοτομίας, την σταθερή επιλογή της βιομηχανίας ορυκτών πρώτων υλών στον ρόλο
βασικού αναπτυξιακού πυλώνα της χώρας, η ρεαλιστική αποδοχή του εθνικού
συγκριτικού πλεονεκτήματος, το λειτουργικό νομικό και θεσμικό πλαίσιο, και
φυσικά η δυνατότητα ειλικρινούς διαλόγου και δημοκρατικής διαβούλευσης με την κοινωνία και τους πολίτες, αποτελούν
όλα οριμένες χαρακτηριστικές πρακτικές που εφαρμόζονται με συνέπεια και
υπευθυνότητα.