Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει
με την πρακτική άποψη ότι η προστασία και ανάδειξη της αρχαίας ελληνικής
πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αναμφισβήτητα χρέος και υπόθεση όλων μας. Η
αρχαιολογική προσέγγιση της, τόσο επιστημονικά όσο και μνημειακά είναι
επτακτική και επιβεβλημένη. Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό από όλο τον κόσμο,
με την Ελλάδα να αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση, ότι η
μεταλλευτική δραστηριότητα συνυπήρχε πάντοτε με τις τέχνες και τα γράμματα, και
αποτελούσε βασικό πλουτοπαραγωγικό τροφοδότη οικονομικής, πολιτιστικής και
κοινωνικής ανάπτυξης. Οι αρχαίοι έλληνες λοιπόν είχαν ήδη από τότε βάλει τις
βάσεις και θέσει σε εφαρμογή τους τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης. Πόλεις,
υποδομές, κοινωνίες, πολιτισμός, οικονομία, αμυντικές δαπάνες και ισχύς, όλα
εξελισσόμενα μαζί, δίπλα και πολλές φορές μέσα σε μεταλλευτικές πριοχές. Η
συνύπαρξη ήταν δεδομένη χωρίς να τίθεται ποτέ θέμα, για την ύπαρξη του ενός ή
του άλλου, ή την προτίμηση του ενός από το άλλο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (https://www.xrysoselladas.gr/ellinikos-chrysos-archaia-meta…) «Οι Θάσιοι, που ως το 463 π.Χ. είχαν στα χέρια τους το
εμπόριο του χρυσού και του αργύρου του Παγγαίου, κέρδιζαν 200 με 300 τάλαντα το
χρόνο, από τα οποία 80 από τη Θάσο, 80 από τη Σκαπτή Ύλη και τα υπόλοιπα από το
Παγγαίο. Επίσης κατά τον Ηρόδοτο, ο Πεισίστρατος, τον 6ο αιώνα π.Χ., χάρη στα
πλούτη που απέκτησε στα μεταλλεία του Παγγαίου κατά την εξορία του, ανακατέλαβε
την εξουσία στην Αθήνα και στερέωσε την εξουσία του». Ο Αριστοτέλης στο έργο
του «Περί θαυμασίων ακουσμάτων» αναφέρει ότι στην περιοχή υπήρχε «χρυσίτις
άμμος», καθώς και χρυσοφόρο χώμα («αχώνευτος γη, η το χρυσίον εκβάλλουσα»), απ’
όπου με τα πλυντήρια («χρυσοπλύσια») έβγαζαν το χρυσό , με μικρές σχετικά
δαπάνες. Επίσης «ο Φίλιππος Β’ οργάνωσε τα μεταλλεία του Παγγαίου με πλήθος
μεταλλευτικών έργων φτάνοντας, κατά τον Διόδωρο, την ετήσια παραγωγή χρυσού σε
1.000 τάλαντα». Αλλά και νοτιότερα, «τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου
είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο (https://www.ltcp.ntua.gr/history/). Η συστηματική εκμετάλλευσή τους αρχίζει με τη γέννηση
της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από τον Κλεισθένη. Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η
κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ.
αιώνας)».
Στην ΒΑ Χαλκιδική οι
εντυπωσιακές αρχαίες μεταλλευτικές στοές στην Βίνα και τον Ζέπκο αποτελούν από
μόνες τους μοναδικά μνημεία μεταλλευτικής κληρονομιάς και πολιτιστικής
δημιουργίας. Στο βιβλίο μου «Χαλιδική- Φτιαγμένη από Γη και Θάλασσα» (http://www.euromines.org/publications/halkidiki-forged-from-land-and-sea) αναφέρω: «Στη Χαλκιδική, οι ορυκτές πρώτες ύλες ήταν
πάντα κοντά στον άνθρωπο και συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξή του. Εδώ
ανακάλυψε ο Μέγας Αλέξανδρος τον Αριστοτέλη και οι Μακεδόνες τον χρυσό. Το
Αριστοτελικό πνεύμα και ο χρυσός, κατέστησαν τον Αλέξανδρο Μέγα και τη
Μακεδονία οικουμενική». Γράφω επίσης ότι «Θα πρέπει να κοιτάξουμε πίσω στο
παρελθόν, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα δυναμικό μέλλον». Ακόμη ότι «Αρκετά
συχνά τίθεται το ερώτημα, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες λειτουργούσαν τα μεταλλεία
κοντά και δίπλα στις πόλεις που ζούσαν; Και πιο συγκεκριμένα γιατί τα αρχαία
μεταλλεία Κασσάνδρας είχαν τις στοές τους μόλις μια ανάσα από τα αρχαία
Στάγειρα; Πώς και για ποιο λόγο αργότερα τα Μαντεμοχώρια κυριάρχησαν στον
αναπτυξιακό χάρτη της περιοχής; Η Χαλκιδική είναι μια περιοχή που μας δίνει
πειστικές αλλά και αληθινές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Πιο συγκεκριμένα, τα
μεταλλεία χρυσού, αργύρου, μολύβδου, ψευδαργύρου, χαλκού και μαγγανίου της
βόρειας Χαλκιδικής, στο Στρατώνι, την Ολυμπιάδα και αλλού, αποτέλεσαν τον
κυρίαρχο «χρηματοδότη» του μακεδονικού βασιλείου και των εκστρατειών του
Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην περιοχή σώζονται περισσότερα από 300 πηγάδια και
περίπου 200.000 κυβικά μέτρα αρχαίων μεταλλουργικών υπολειμμάτων, των κοινώς
λεγόμενων -σκουριών-, από την εκκαμίνευση των μεταλλευμάτων. Με βάση τις
διαθέσιμες ιστορικές πηγές και τα αποτελέσματα άμεσων και έμμεσων αναλύσεων και
προσδιορισμών, που έχουν γίνει στις αρχαίες σκουριές, η έναρξη της
δραστηριότητας εντοπίζεται στις αρχές της κλασσικής αρχαιότητας. Χαρακτηριστικό
και απόλυτα βέβαιο είναι πλέον το γεγονός ότι η εξόρυξη και η χρήση ορυκτών
πρώτων υλών είχαν καθοριστική σημασία στην καθημερινότητα (δομικοί λίθοι), στον
πολιτισμό (διακοσμητικά πετρώματα) και στην οικονομία (χρυσός, άργυρος, χαλκός)
των αρχαίων Μακεδόνων. Αυτή η στενή και ανταποδοτική σχέση ήταν και ο βασικός
λόγος που οι υποδομές κατεργασίας και τα ορυχεία βρίσκονταν πάντα στο άμεσο
περιβάλλον των αστικών τους κέντρων. Ζωντανό παράδειγμα οι αρχαίες στοές της
Βίνας που βρίσκονται μερικές εκατοντάδες μέτρα από τα αρχαία Στάγειρα και άλλες
αρχαίες εγκαταστάσεις της περιοχής».
Αντί λοιπόν της επιλεκτικής προσέγγισης δια του
αποκλεισμού, να γίνει προσπάθεια χαρακτηρισμού της σύνθετης αρχαιολογικής
παρουσίας της εξορυκτικής δραστηριότητας, της Αριστοτελικής σκέψης και του
Μακεδονικού πολιτισμού, στην περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής και των μεταλλείων
Κασσάνδρας, σαν μνημείο παγκόσμιας μεταλλευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς
της UNESCO. Μάλιστα σε συνδυασμό και με
το γεγονός ότι η τρέχουσα και συνυπάρχουσα παραγωγική εκμετάλλευση
ξαναζωντανεύει την «χρυσή» εποχή του μακρινού παρελθόντος, τότε που οι
μεταλλικές ορυκτές πρώτες ύλες ήταν ο στυλοβάτης δημιουργίας, ανάπτυξης και
κυριαρχίας της Μακεδονικής αυτοκρατορίας. Και για του λόγου το αληθές και την
εφικτότητα πραγματοποίησης του σχετικού εγχειρήματος, χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί η καθιέρωση και ένταξη του ιστορικού μεταλλείου χαλκού-χρυσού-αργύρου,
Falu gruva (https://www.falugruva.se/en/) στην Σουηδία, μεταξύ των 1073 μνημείων παγκόσμιας
πολιτιστικής κληρονομιάς που περιλαμβάνονται στην αντίστοιχη λίστα της UNESCO. Στο περιβάλλον του, αλλά και ευρύτερα πραγματοποιείται
σήμερα εκτεταμένη κοιτασματολογική έρευνα από την Γεωλογική Υπηρεσία Σουηδίας
(αντίστοιχης του ΙΓΜΕ), ενώ στα 50 χλμ απόσταση βρίσκεται το ενεργό μεταλλείο ψευδαργύρου-μολύβδου-αργύρου-χαλκού-χρυσού
Garpenberg.
Οι άνθρωποι, οι σημερινοί άνθρωποι, εμείς δηλαδή, οφείλουμε να σεβόμαστε και να
προστατεύουμε την ιστορία μας, προσπαθώντας να θέσουμε τις όποιες αξίες
προκύπτουν σε ισορροπία με το υπαρξιακό μας παρόν και την σύντομη ζωή μας
γενικότερα. Χρωστάμε πολλά στον πολιτισμό που κληρονομήσαμε, αλλά έχουμε πολύ
μεγαλύτερο καθήκον να συμβάλλουμε στην δική μας εξέλιξη, στην προόδο της
κοινωνίας που ανήκουμε, στην δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου και στην
διασφάλιση μιας ποιοτικότερης ζωής για τις γενιές που έρχονται. Χωρίς ταμπού,
ιδεοληπτικές σκοπιμότητες και στείρες αντιλήψεις. Όλα έχουν την δική τους
ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα, για αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται από
κοινού και μαζί γιατί έτσι μόνο μεγιστοποιείται το αναπτυξιακό όφελος που
προκύπτει.