Η μεταλλευτική δραστηριότητα είναι ίσως η πιο παγκοσμιοποιημένη βιομηχανία
αν σκεφτεί κανείς ότι επιχειρείται σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του
πλανήτη. Το γεγονός ότι τα ορυκτά συνιστούν αναντικατάστατες πρώτες ύλες για
την ποιότητα ζωής, την ευημερία, την πρόοδο και την εξέλιξη του ανθρώπου
αποτελεί τον βασικότερο λόγο για το μεγάλο ενδιαφέρον χρησιμότητας και
αξιοποίησης τους. Βέβαια, προκύπτει επίσης ότι η εκμετάλλευση τους γίνεται
αποκλειστικά εκεί που εντοπίζονται πλούσια αποθέματα, δηλαδή κοιτάσματα ικανά
να προκαλέσουν και να δημιουργήσουν βιώσιμες οικονομικά παραγωγικές επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά ο ανισομερής
γεωγραφικά καταμερισμός των πλουτοπαραγωγικών κοιτασματολογικών πηγών, σε
συνδυασμό με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα μεγέθη διάθεσης, προμήθειας, ζήτησης και
κατανάλωσης ορυκτών πρώτων υλών σε παγκόσμιο επίπεδο, διαμορφώνουν και
διαφοροποιούν σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και συμφέροντα, και
περιπλέκουν την ομαλή και απρόσκοπτη πρόσβασή τους. Έτσι λοιπόν αναδεικνύεται ο
κυρίαρχος εθνικά ρόλος χωρών που διαθέτουν στρατηγικές αλλά και άλλες ορυκτές
πρώτες ύλες, ενώ την ίδια στιγμή εμφανίζονται λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστα
ή αναξιόπιστα εταιρικά σχήματα που προσπαθούν με κάθε θεμιτό ή/και αθέμιτο
τρόπο να αποκτήσουν τα δικαιώματα τους. Οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται είναι
αρκετές φορές ανορθόδοξες και αγγίζουν συχνά τα όρια ασέβειας, αλλοίωσης ή
ακόμη και ανατροπής των δικαιωμάτων εθνικής κυριαρχίας και αυτοδιαχείρισης.
Τίθεται δηλαδή σε αμφισβήτηση η δημοκρατική δυνατότητα των χωρών να επιλέγουν
και να χαράσσουν τον δικό τους εθνικό σχεδιασμό για την στρατηγική αξιοποίηση
του ορυκτού τους πλούτου.
Αν εξαιρέσει κανείς τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση
και εφαρμογή στρατηγικών και πολιτικών που αφορούν στην από κοινού διασφάλιση
και εξασφάλιση πρώτων υλών για την Ευρώπη, ο ορυκτός πλούτος διατηρεί σε μεγάλο
βαθμό τα εθνικά του χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια ο ορυκτός πλούτος παραμένει
γενικά εθνική υπόθεση, με ότι αυτό συνεπάγεται
σε σχέση με τις όποιες θετικές ή/και αρνητικές επιπτώσεις προκύπτουν. Η
αξιοποίηση του οφείλει καταρχήν να γίνεται στη βάση του δημόσιου συμφέροντος
λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελεί περιουσία που ανήκει στους πολίτες κάθε χώρας.
Το κυρίαρχο κράτος θέτει όρους και κανόνες για τον τρόπο, το περιεχόμενο και το προσδοκώμενο
αποτέλεσμα εκμετάλλευσης των
πλουτοπαραγωγικών του πηγών. Διασφαλίζει έτσι την μέγιστη αναπτυξιακή απόδοση
ώστε να εισπράττει την υψηλότερη δυνατή προστιθέμενη αξία. Φορολογεί τον
παραγόμενο πλούτο και αξιοποιεί τους «νέους» πόρους που προκύπτουν προς όφελος
της κοινωνίας συνολικά. Προαπαιτεί δυναμική δημιουργία απασχόλησης και θέσεων
εργασίας, και προκρίνει την ανάθεση της λειτουργικής ευθύνης και διαχείρισης
της μεταλλευτικής παραγωγής σε «ντόπιους»
επιστήμονες. Εγκρίνει και επιβάλλει την εφαρμογή βέλτιστων διαθέσιμων
πρακτικών με στόχο την τεχνολογική και περιβαλλοντική αρτιότητα της παραγωγικής
διαδικασίας. Έχοντας λοιπόν δεδομένο το τεχνοκρατικό πλαίσιο διασφάλισης του
δημόσιου συμφέροντος, η πηγή προέλευσης του επενδυτικού κεφαλαίου από κρατικούς
ή ιδιωτικούς πόρους έχει μικρότερη σημασία. Χαρακτηριστικό είναι το
μεταλλευτικό παράδειγμα της Σουηδίας. Συγκεκριμένα είναι αδύνατο να διακρίνει
κάποιος διαφορετικές πρακτικές στην παραγωγική λειτουργία των δύο μεγάλων
Σουηδικών μεταλλευτικών εταιριών, της απόλυτα ιδιωτικής BOLIDEN και της απόλυτα κρατικής LKAB, αφού και οι δύο επιχειρούν μέσα στο ίδιο πλαίσιο
δημόσιου συμφέροντος προς όφελος των πολιτών και του αναπτυξιακού καλού
γενικότερα. Στο ίδιο λειτουργικό πλαίσιο προσαρμόζονται και οι ξένες εταιρίες
που δραστηριοποιούνται με την παραγωγική ευθύνη και διαχείριση σε σουηδικά
χέρια, και το 95% του παραγόμενου πλούτου να παραμένει στη χώρα.
Στην Ελλάδα το κράτος οφείλει να διαμορφώσει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις
για την καθετοποιημένη αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου. Να κρατήσει δηλαδή στη
χώρα όλο τον πλούτο που παράγει η μεταλλευτική παραγωγή συνολικά. Στην
περίπτωση των μεταλλείων Κασσάνδρας, η εξελισσόμενη επένδυση πρέπει να
προχωρήσει σύμφωνα με το ισχύον επιχειρησιακό σχέδιο και την τεχνική μελέτη που
ενέκρινε η ελληνική δημόσια διοίκηση, προβλέπει «εν μέρει» καθετοποιημένη
αξιοποίηση των μεταλλευμάτων της περιοχής και καταλήγει στη μεταλλουργία
χρυσού. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή που ανατρέπει το παρόν μοντέλο καθετοποιημένης
παραγωγής θα λειτουργήσει ενάντια στο ελληνικό δημόσιο συμφέρον αφού το
σημαντικότερο μέρος της προστιθέμενης αξίας που θα προκύψει θα βρεθεί εκτός
χώρας. Έτσι θα μειωθεί δραματικά ο παραγόμενος πλούτος και άρα θα προκύψει πολύ
μικρότερο μέγεθος φορολογικής απόδοσης. Αντίθετα θα υπάρξουν τα ίδια και ίσως μεγαλύτερα κέρδη
για την εταιρία η οποία έτσι και αλλιώς θα εισπράξει την συνολική παραγόμενη
αξία ανεξάρτητα που και πως αυτή εξαργυρώνεται. Ορισμένοι άξονες και σταθερές
για την διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και γενικότερα της προστιθέμενης
αναπτυξιακής αξίας στις περιπτώσεις ξένων μεταλλευτικών επενδύσεων στην Ελλάδα
είναι,
·
Ο σεβασμός
και προσαρμογή στα μεταλλευτικά δεδομένα της χώρας μέσα από την τήρηση των
αποφάσεων της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και την αξιοποίηση του ελληνικού
επιστημονικού δυναμικού σε ότι αφορά κυρίως την καταλληλότητα των παραγωγικών
επιλογών και κατευθύνσεων, αλλά και την λειτουργική διαχείριση των έργων. Η
ενδεχόμενη μεταφορά, εισαγωγή και εφαρμογή νέας τεχνογνωσίας προωθείται στη
βάση συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων. Οι παρεμβάσεις που αποφασίζονται μετά
από διεξοδικό διάλογο και ευρύτερη συζήτηση καταλήγουν συχνά σε αποτελεσματικές
και ρεαλιστικές συμφωνίες. Από την άλλη πλευρά αυτές που επιβάλλονται μπορούν
αν οδηγήσουν σε αρνητικά αποτελέσματα. Τα παραδείγματα πολλά, μερικά από αυτά
στην Ελλάδα. Ορισμένες ξένες εταιρίες που επενδύουν στο μεταλλευτικό τομέα,
συνηθίζουν να αναθέτουν σταδιακά την συνολική ευθύνη του έργου σε δικά τους νεόφερτα
στελέχη, χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη προηγούμενα δεδομένα, ιστορικά
στοιχεία και κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες. Το μοντέλο αυτό είναι
δοκιμασμένο και δυστυχώς καταδικασμένο
να αποτύχει. Στην αλλαγή πλεύσης στο θέμα αυτό σε χώρες όπως η Σουηδία και
Φινλανδία, σημαντικό ρόλο είχε το κράτος.
·
Οι
μεταλλευτικές επενδύσεις, ακόμη και στις περιπτώσεις αλλοδαπής προέλευσης,
σχεδιάζονται βασικά με στόχο την εταιρική κερδοφορία, οφείλουν όμως πάντοτε να
λαμβάνουν υπόψη τους και την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος συνολικά. Οι
επενδύσεις που κινούνται ισορροπημένα ανάμεσα στις δύο αυτές αναπτυξιακές
κατευθύνσεις πετυχαίνουν συχνά να είναι βιώσιμες από κάθε άποψη.
·
Το αρχικά
συμφωνημένο και δημοσιοποιημένο επιχειρησιακό σχέδιο, συμπεριλαμβανομένων των
τεχνολογιών παραγωγής και περιβαλλοντικής διαχείρισης, είναι καλό να
υλοποιείται χωρίς μεγάλες μεταβολές. Όταν μάλιστα έχει προηγηθεί δημόσια
διαβούλευση και ανοικτή συζήτηση, τότε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή
επιχειρησιακής στρατηγικής, πλήττει πλέον τόσο την επικοινωνιακή εγκυρότητα,
όσο και την γενικότερη αλλά και
ειδικότερη αξιοπιστία του έργου. Για παράδειγμα η μετακίνηση από ένα σχέδιο
καθετοποιημένης παραγωγής, που καταλήγει τελικά στην μεταλλουργία χρυσού, σε
κάποιο άλλο ενδιάμεσης βιομηχανικής κλίμακας, μπορεί να θεωρηθεί, και όχι
άδικα, ότι επιφέρει αλλοίωση στο πραγματικό παραγωγικό δυναμικό του υφιστάμενου
πλούτου, και αφαιρετική εκμετάλλευση δημόσιας περιουσίας, με προορισμό και
κατάληξη σημαντικής προστιθέμενης
μεταλλευτικής αξίας εκτός χώρας.
Πάνω από όλα λοιπόν, δημόσιο το συμφέρον στην αξιοποίηση του ορυκτού
πλούτου.