Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ Νέες αναπτυξιακές δυνατότητες για βιώσιμες και παραγωγικές επενδύσεις

Η διαχρονική αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) έχει συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα, στην περίοδο της μετα-βιομηχανικής εποχής, η εκμετάλλευση των ΟΠΥ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό καθημερινές αλλά και γενικότερες ανάγκες των πολιτών, και συνεισφέρει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Η διαρκώς αυξανόμενη ζήτησή τους αποτελεί σταθερή προστιθέμενη αξία για το μέλλον. Από την άλλη πλευρά το 70% των αναγκαίων πρώτων υλών για την ευρωπαϊκή βιομηχανία εισάγονται από τρίτες χώρες, ενώ το 70% της ευρωπαϊκής βιομηχανίας γενικότερα βασίζεται σε ορυκτές πρώτες ύλες. Και ενώ η Ευρώπη καταναλώνει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής μεταλλικών ορυκτών παράγει μόνο το 3%. Προκύπτουν έτσι νέες αναπτυξιακές προτεραιότητες και στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής Εξορυκτικής Βιομηχανίας Μη Ενεργειακών Ορυκτών (ΕΒΜΕΟ). Βασικό ζητούμενο είναι η εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων και η τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Είναι κοινά αποδεκτό ότι είναι καιρός για την Ευρώπη να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στις δικές της πηγές ορυκτών. Στην βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών για την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική πρόοδο. Έχοντας εξασφαλίσει όρους βιώσιμης λειτουργίας της μεταλλευτικής βιομηχανίας η Ε.Ε. με την νέα Πρωτοβουλία της για τις Πρώτες Ύλες - ΠΠΥ (COM2008 / 699: Raw materials Initiative - επαναφέρει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος την αξιοποίηση τους προς όφελος της απασχόλησης και της ποιότητας ζωής των πολιτών. Κοιτασματολογικοί στόχοι που βρίσκονται στον πυρήνα του μεταλλευτικού ενδιαφέροντος και χρήζουν συστηματικότερης παραγωγικής προσέγγισης, με τους όρους της βιώσιμης εκμετάλλευσης, αφορούν στις Μη Ενεργειακές Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΜΕΟΠΥ) που περιλαμβάνουν τα μεταλλικά, τα βιομηχανικά, τα λατομικά ορυκτά ή αλλιώς δομικά υλικά (διακοσμητικά πετρώματα, δομικοί λίθοι, αδρανή υλικά).
Η ελληνική εξορυκτική δραστηριότητα αποτελεί σημαντικό οικονομικό τομέα της χώρας με πολλές και ελπιδοφόρες αναπτυξιακές προοπτικές. Ακόμη η ελληνική βιομηχανία ΜΕΟΠΥ αποτελεί δομικό στοιχείο απαραίτητο για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη πολλών άλλων κλάδων της εθνικής οικονομίας, προμηθεύοντας πρώτες ύλες για τις ανάγκες της ελληνικής βιομηχανίας ευρύτερα αλλά και της καθημερινής ζωής. Η Ελλάδα κατέχει κλαδικά σημαντική θέση στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά όσον αφορά συγκεκριμένες ΜΕΟΠΥ. Συγκεκριμένα, στις πρώτες θέσεις μαζί με τον λιγνίτη, τα αδρανή υλικά και τα μάρμαρα, βρίσκονται ο βωξίτης, τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, οι ποζολανικές γαίες, ο μπεντονίτης, ο περλίτης, ο γύψος και η κίσσηρις. Είναι βέβαια σαφές πως εξορυκτική δραστηριότητα χωρίς πρόσβαση σε νέα κοιτάσματα δεν μπορεί να υπάρξει. Για παράδειγμα η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων νικελίου, ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στην Μακεδονία και Θράκη, με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων, ανέρχεται περίπου σε 28 δισ. ευρώ. Ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούντα στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος. Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο η Β. Ελλάδα είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης και μπορεί να αποτελέσει σταθερή μεταλλευτική πηγή για την βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση να συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών ΜΕΟΠΥ. Πέρα από τις τρεις επενδύσεις χρυσού που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Μακεδονία και Θράκη προκύπτουν νέες αναπτυξιακές δυνατότητες και επενδυτικές ευκαιρίες για την αξιοποίηση και άλλων κοιτασματολογικών πηγών ΜΕΟΠΥ της χώρας στην κατεύθυνση παραγωγικής σταθερότητας της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας. Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την αναπτυξιακή βιωσιμότητα και τις προοπτικές απασχόλησης πολλών τοπικών κοινωνιών.
Η παραγωγική εκμετάλλευση των ελληνικών ΜΕΟΠΥ αλλά και γενικότερα των ΟΠΥ, είναι σημαντική για την εθνική οικονομία. Η προβλεπόμενη αύξηση ζήτησης στο μέλλον, απαιτεί τον εντοπισμό και αξιοποίηση περισσότερων κοιτασμάτων στην χώρα. Βέβαια η πορεία αυτή προϋποθέτει αποτελεσματικές και δυναμικές παρεμβάσεις και λύσεις σε κρίσιμα θέματα αξιοποίησης των ΟΠΥ στην Ελλάδα σε σχέση με τις συνθήκες που διαμορφώνονται από τις τρέχουσες ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.
Βασικός προσανατολισμός και προορισμός ενός ευρύτερα αποδεκτού οδικού χάρτη είναι η κοιτασματολογική αναβάθμιση και ολοκληρωμένη αποθεματική διαχείριση του ελληνικού ορυκτού πλούτου, η ανάδειξη και εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών πολιτικών και τεχνολογικών εργαλείων και η τήρηση όρων και δεικτών σχετικών με την βιώσιμη εκμετάλλευση των ΟΠΥ. Στην κατεύθυνση αυτή κύρια επιδίωξη είναι η συνθετική αξιολόγηση και παροχή αξιόπιστων επιστημονικών και αναπτυξιακών δεδομένων σχετικά με το κοιτασματολογικό δυναμικό των ΟΠΥ και ειδικότερα των ΜΕΟΠΥ με αποδέκτες δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς χωροταξικού σχεδιασμού, επενδυτικού προγραμματισμού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η δημόσια διαβούλευση και η ΜΠΕ διασφαλίζουν την αναπτυξιακή βιωσιμότητα της επένδυσης για την παραγωγική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της ΒΑ Χαλκιδικής

Είναι γεγονός ότι η εκμετάλλευση πλούσιων κοιτασμάτων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) αποτέλεσε διαχρονικά βασικό σημείο αναφοράς για την εξορυκτική και μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα ελληνικά ορυκτά βρέθηκαν από νωρίς στο επίκεντρο του επενδυτικού και παραγωγικού ενδιαφέροντος, με ισχυρή εμπορική παρουσία στην παγκόσμια αγορά και ευκαιρίες απασχόλησης για μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Το 2010 καταγράφεται ήδη ανάκαμψη της παραγωγικής υποχώρησης που παρατηρήθηκε το 2009, ενώ υπάρχουν βάσιμες προοπτικές ότι η ανοδική πορεία θα συνεχισθεί και στο 2011, λόγω της προβλεπόμενης αύξησης στη ζήτηση πρώτων υλών της τάξης του 20 – 30%. Στη διατήρηση και ενδεχόμενα ενίσχυση του θετικού κλίματος έρχεται επίσης να συμβάλλει η ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (ΠΠΙ) που με την σειρά της δημιουργεί ένα νέο αναπτυξιακό περιβάλλον για την μεταλλευτική βιομηχανία και προτρέπει τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν τις ΟΠΥ που διαθέτουν, με στόχο πλέον η Ευρώπη να στηρίζεται στις δικές της πρωτογενείς και δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές. Για τον σκοπό αυτό έχει επαναπροσδιορισθεί η ανάλυση του συνολικού κύκλου ζωής της μεταλλευτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα την ανάδειξη βέλτιστων πρακτικών, σε σχέση με άλλες δυναμικές χρήσεις γης, καθώς και θέματα εναρμόνισης και τήρησης της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας (όπως είναι η οδηγία για τη διαχείριση των μεταλλευτικών αποβλήτων), σε μία προοπτική εδραίωσης των όρων βιώσιμης ανάπτυξης. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την εφαρμογή της ΠΠΙ. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί εδώ ότι οι ΟΠΥ αποτελούν κυρίαρχο αναπτυξιακό στόχο της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την καινοτομία με ορίζοντα το 2020.
Η συγκεκριμένη επένδυση αφορά στην αξιοποίηση των χρυσοφόρων πολυμεταλλικών κοιτασμάτων παγκόσμιας κλάσης που φιλοξενούνται στην ΒΑ Χαλκιδική. Με βάση τα διαθέσιμα κοιτασματολογικά δεδομένα η συγκεκριμένη περιοχή τεκμηριώνει και συνιστά ένα ιδιαίτερα δυναμικό μεταλλογενετικό σύστημα που μπορεί ενδεικτικά να χαρακτηρισθεί μία βιώσιμη πλουτοπαραγωγικά δεξαμενή μετάλλων ικανή ν’ αυξήσει ακόμη περισσότερο τα σημερινά γνωστά αποθέματα. Παρά το γεγονός ότι η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου προσεγγίζει σήμερα τα 15 δισ. ευρώ, ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά.
Με βάση τα αποθέματα και το προαναφερόμενο μεταλλικό περιεχόμενο η Β. Ελλάδα, με αιχμή του δόρατος την ΒΑ Χαλκιδική, είναι από τις πλουσιότερες και βιωσιμότερες κοιτασματολογικά περιφέρειες της Ευρώπης, και μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην αναπτυξιακή ανάταση της χώρας. Σαν χώρα οφείλουμε «κατ’ αρχήν» να εκμεταλλευόμαστε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και να αξιοποιούμε αναπτυξιακά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που διαθέτουμε. Οι νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιεί σήμερα η εξορυκτική και μεταλλουργική βιομηχανία, η λειτουργική αναβάθμιση στην διαχείριση των «εν γένει» μεταλλευτικών αποβλήτων, η εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων παρακολούθησης και καταγραφής των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σε πραγματικό χρόνο, η αποτελεσματική και ολοκληρωμένη περιβαλλοντική αλλά και γεωμηχανική αποκατάσταση, παράλληλα με τη διαδικασία παραγωγής και τέλος ο πολυσχιδής θεσμικός και νομοθετικός μηχανισμός που έχει θέση σε εφαρμογή η ΕΕ για την προστασία των φυσικών αποδεκτών και της υγείας των πολιτών της, ελέγχουν και διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τους όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Με άλλα λόγια η οικονομική πρόοδος και η απασχόληση να συνοδεύονται και να συνυπάρχουν με την περιβαλλοντική προστασία. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), που αναφέρεται στην επένδυση και αποτελεί το βασικό θέμα της δημόσιας διαβούλευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, χαρακτηρίζεται με τη σειρά της από τη χρήση νέων φιλικών στο περιβάλλον τεχνολογιών παραγωγής, επιχειρεί την εφαρμογή λειτουργικών και ολοκληρωμένων λύσεων στη διαχείριση των αποβλήτων, στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, και προβλέπει διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης, σύμφωνα με τους ισχύοντες περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Σε συνδυασμό με την τήρηση και των πρόσθετων περιβαλλοντικών όρων που σίγουρα θα επιβληθούν αρμοδίως αλλά και αυτούς που θα προκύψουν από την διαδικασία της διαβούλευσης, είναι σίγουρο ότι οι όποιοι «εν δυνάμει» κίνδυνοι αφορούν στο περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι στην περίπτωση αυτή ελεγχόμενοι και περιορίζονται στο ελάχιστο.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Πρωτοβουλία για τις μη ενεργειακές ορυκτές πρώτες ύλες

Τον Νοέμβριο του 2008, έχοντας στην πορεία και την συγκατάθεση και σύμφωνη γνώμη του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής G. Veurheugen, υιοθετήθηκε και δημοσιοποιήθηκε η νέα ευρωπαϊκή πολιτική με τίτλο «Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (ΠΠΥ) – Κάλυψη των βασικών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» (Brussels, 4/11/2008, COM (2008) 699 final, The Raw Materials Initiative (RMI) - meeting our critical needs for growth and jobs in Europe, {SEC (2008) 2741}). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πολιτικής, για ολοκληρωμένη και βιώσιμη ανάπτυξη του Ορυκτού Πλούτου της Ευρώπης, προτείνονται και εντάσσονται τρεις στρατηγικοί πυλώνες στους οποίους η Ευρώπη θα πρέπει να δώσει έμφαση και να εφαρμόσει :

Πρώτος πυλώνας : Εξασφάλιση πρόσβασης στις πρώτες ύλες από τις διεθνείς αγορές µε τους όρους που ισχύουν για άλλους ανταγωνιστές.
Δεύτερος πυλώνας : Καθορισμός και διαμόρφωση κατάλληλων προϋποθέσεων και την προώθηση συγκεκριμένων δράσεων για παραγωγική βιωσιμότητα των πρώτων υλών από ευρωπαϊκές πηγές.
Τρίτος πυλώνας : Ενίσχυση γενικά της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων και νέων κοιτασμάτων, και αύξηση της ανακύκλωσης µε σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης πρωτογενών πρώτων υλών από την Ε.Ε. και ελάττωση της σχετικής εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Η νέα αυτή ευρωπαϊκή στρατηγική, αναγνωρίζοντας τη σημασία της σταθερής και ανεμπόδιστης διάθεσης Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΜΕΟΠΥ) στην Ευρώπη για τη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και την ποιότητα ζωής των πολιτών της, αναθεωρεί τις πολιτικές των προηγούμενων ετών που οδήγησαν σε ύφεση την εξορυκτική βιομηχανία, προτείνει μέτρα διασφάλισης για πρόσβαση στους αναγκαίους φυσικούς πόρους και δίνει μεγάλη έμφαση στην αποθεματική και παραγωγική αυτάρκεια, τόσο με την εκμετάλλευση πρωτογενών Ευρωπαϊκών πηγών ΜΕΟΠΥ με όρους αειφορίας, όσο και στην αξιοποίηση δευτερογενών πηγών, όπως είναι τα απορρίμματα. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής οφείλει να δραστηριοποιηθεί και η Ελλάδα προσβλέποντας στη δημιουργία νέων ευκαιριών επένδυσης στον τομέα της εξορυκτικής βιομηχανίας από τις οποίες θα δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας στην Περιφέρεια.

Σύμφωνα με σχετική έκθεση της ευρωπαϊκής Διεύθυνσης Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (DG Enterprise and Industry) σαν μη ενεργειακές ορυκτές πρώτες ύλες χαρακτηρίζονται τα μεταλλικά, τα βιομηχανικά, τα λατομικά ορυκτά ή αλλιώς δομικά υλικά (διακοσμητικά πετρώματα, δομικοί λίθοι, αδρανή υλικά), καθώς και τα «εν γένει» απορρίμματα/παραπροϊόντα που προέρχονται από τα παραπάνω, αποτελούν δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές και υπάγονται επίσης στην Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (Raw Material Initiative).

Η διαχρονική αξιοποίηση των ΜΕΟΠΥ, με αναφορά στα μεταλλικά, βιομηχανικά, λατομικά ορυκτά, έχει συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα, σε μια μεταβατική περίοδο αναμόρφωσης της βιομηχανικής παραγωγής, η εκμετάλλευση των ΜΕΟΠΥ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό καθημερινές αλλά και γενικότερες ανάγκες των πολιτών, και συνεισφέρει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Υπολογίζεται ότι κάθε ευρωπαίος χρειάζεται 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο, την στιγμή που το 70% των αναγκαίων πρώτων υλών για την ευρωπαϊκή βιομηχανία εισάγεται από τρίτες χώρες. Ενώ λοιπόν η Ευρώπη καταναλώνει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής μεταλλικών ορυκτών παράγει μόνο το 3%, όταν οι εκτιμήσεις για τα επόμενα 10 χρόνια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ζήτηση τείνει διαρκώς αυξανόμενη.

Γενικά είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι ζούμε σε ένα κόσμο ορυκτών. Όλα σχεδόν τα υλικά που χρησιμοποιούμαι και τα προϊόντα που παράγουμε αποτελούνται από μέταλλα και βιομηχανικά ορυκτά. Κάθε ευρωπαίος πολίτης στην διάρκεια της εβδομηντάχρονης ζωής του χρησιμοποιεί κατά μέσο όρο 460 τόνους άμμο και χαλίκια, 166 τόνους πετρέλαιο, 39 τόνους ατσάλι και 1 τόνο χαλκό. Η κατασκευή δρόμου ενός χιλιομέτρου απαιτεί 30.000 τόνους αδρανή υλικά. Τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια αδρανή υλικά διατίθενται κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες απαιτούν τον εντοπισμό και αξιοποίηση νέων κοιτασματολογικών αποθεμάτων συχνά σε νέες περιοχές και περιβάλλοντα.

Οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη της καινοτομίας

COMMUNICATION FROM THE COMMISSION TO THE EUROPEAN
PARLIAMENT, THE COUNCIL, THE EUROPEAN ECONOMIC AND SOCIAL COMMITTEE AND THE COMMITTEE OF THE REGIONS
Europe 2020 Flagship Initiative Innovation Union - SEC (2010) 1161

At a time of public budget constraints, major demographic changes and increasing global competition, Europe's competitiveness, our capacity to create millions of new jobs to replace those lost in the crisis and, overall, our future standard of living depends on our ability to drive innovation in products, services, business and social processes and models. This is why innovation has been placed at the heart of the Europe 2020 strategy. Innovation is also our best means of successfully tackling major societal challenges, such as climate change, energy and resource scarcity, health and ageing, which are becoming more urgent by the day. Europe has no shortage of potential. We have world leading researchers, entrepreneurs and companies and unique strengths in our values, traditions, creativity and diversity. We have made great strides in creating the largest home market in the world. European enterprises and civil society are actively engaged in emerging and developing economies around the world. Many world-changing innovations can be traced back to Europe. But we can – and must do – much better. In a rapidly changing global economy, we must build on our strengths and decisively tackle our weaknesses. Perhaps the biggest challenge for the EU and its Member States is to adopt a much more strategic approach to innovation. With a view to achieve the EU 2020 objective of a smart, sustainable and inclusive growth, the Commission intends to launch innovation partnerships in key areas addressing major societal challenges, such as energy security, transport, climate change and resource efficiency, health and ageing, environmentally-friendly production methods and land management. Examples of possible partnerships include areas such as:
Ensuring higher quality and efficiency of our supply use of water;
Ensuring a secure supply chain and achieve efficient and sustainable management and use of non-energy raw materials along the entire value chain;
Water-Efficient Europe
The aim of the Partnership is to promote actions that can speed-up innovation in the water sector and remove barriers to innovation. The actions are intended to achieve the EU water policy objectives while reducing the EU water footprint, improving water security and promoting the worldwide leadership of the European water industry.
Sustainable supply of non-energy raw materials for a Modern Society
The aim is to ensure a secure supply and achieve efficient and sustainable management and use of non-energy materials along the entire value chain in Europe. This is all the more necessary to provide an answer to the various societal challenges at stake. Demonstrating ten innovative pilot plants for raw materials extraction, processing and recycling, and finding substitutes for at least three key applications of critical raw materials underpin this Partnership.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Δεσμώτες της ανάπτυξης

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δρομολογήθηκαν στην Σουηδία περισσότερες από 60 μεταλλευτικές, και άλλες τόσες περίπου στην Φινλανδία. Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο, από τις περίπου 10 δεν υλοποιήθηκε καμία. Μεταξύ τους και οι τρεις βιώσιμες οικονομικά επενδύσεις που αφορούν στην αξιοποίηση των πολυμεταλλικών κοιτασμάτων χρυσού στην Χαλκιδική και την Θράκη. Σε σχετική λίστα των Ηνωμένων Εθνών οι δύο χώρες του ευρωπαϊκού βορρά βρίσκονται στις πρώτες θέσεις σε θέματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις αναπτυξιακού προγραμματισμού, αλλά και ευαισθησίας για την ποιότητα του περιβάλλοντος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημοκρατικών αξιών οι τοπικές κοινωνίες αξιολόγησαν, έκριναν, έθεσαν όρους, αποφάσισαν και συναίνεσαν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Στην δική τους αντίληψη «τόπος» είναι η χώρα τους. Όχι η αυλή και το χωριό τους ή το γειτονικό χωριό και η ευρύτερη περιοχή. Βασικό ζητούμενο είναι το κοινό καλό, η απασχόληση όλων των πολιτών χωρίς διαχωριστικές γραμμές και τεχνητά όρια. Στην Ελλάδα οι περισσότερες τοπικές κοινωνίες λειτουργούν με εντελώς διαφορετικά κριτήρια που χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και διχαστικές τάσεις. Εγκλωβίζονται στα στενά συμφέροντα, στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες, και στις στείρες αντιλήψεις, επιλογές και αντιδράσεις ομάδων μειοψηφίας που επιβάλλουν απόψεις και διαδικασίες, κάθε άλλο παρά με δημοκρατικό τρόπο. Δεν ανήκουν στους ενεργούς πολίτες, δεν έχουν οικολογικές ευαισθησίες αλλά ούτε εκπροσωπούν το κοινωνικό σύνολο. Αρνούνται το διάλογο και εμποδίζουν την προοπτική απασχόλησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου σε μία περιοχή και μία χώρα με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Κυρίως εμποδίζουν όμως την περιφερειακή ανάπτυξη και την πρόοδο της εθνικής οικονομίας σε μία πραγματικά δύσκολη περίοδο για τα εισοδήματα των εργαζομένων και τις ευκαιρίες πρόσθετων θέσεων εργασίας για τους νέους. Η καθυστέρηση στην αξιοποίηση βιώσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως είναι τα ορυκτά αφαιρούν την δυνατότητα της χώρας να αλλάξει ριζικά τα σημερινά αναπτυξιακά της δεδομένα εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Και βέβαια αδυνατεί έτσι να καλύψει τις «εν γένει» ανάγκες της. Αν για παράδειγμα οι κάτοικοι της Δ. Μακεδονίας έκλειναν τα λιγνιτωρυχεία της περιοχής όλη η χώρα θα βυθίζονταν στο σκοτάδι, αφού αυτά καλύπτουν περίπου το 70% των εθνικών ενεργειακών αναγκών. Αν ο Θεσσαλικός κάμπος σταματούσε για διάφορους λόγους, την γεωργική παραγωγή αυτό θα δημιουργούσε επιπτώσεις στην διάθεση των αγροτικών προϊόντων. Η ανάπτυξη μιας χώρας είναι εθνική υπόθεση και όχι τοπική ή υπόθεση κάποιων μεμονωμένων ομάδων. Αν συμβαίνει αυτό καταλήγουν να είναι δεσμώτες της ανάπτυξης.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Αναπτυξιακός ορυκτός πλούτος

Νικόλαος Αρβανιτίδης, greenminerals@nikolaosarvanitidis.eu

Η Ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 40 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 270.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων. Η αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ορυκτές πρώτες ύλες εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής. Πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα λύνονται σήμερα με νέες τεχνολογίες που βασίζονται στις φυσικοχημικές ιδιότητες των ορυκτών. Η κατασκευαστική βιομηχανία, οι τηλεπικοινωνίες, η αεροναυπηγική, η αυτοκινητοβιομηχανία στηρίζουν την δική τους παραγωγική δραστηριότητα στα ορυκτά. Στην χώρα μας η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου αποτελεί διαχρονικά σίγουρη και σταθερή αξία. Η ετήσια συνολική αξία των πωλήσεων ανέρχεται τα τελευταία χρόνια σε περισσότερα από 1,2 δις ευρώ, από τα οποία το 75% περίπου αφορούν σε εξαγωγές. Απασχολούνται 23.000 εργαζόμενοι ενώ οι θέσεις εξαρτημένης εργασίας ξεπερνούν τις 100.000. Τα ελληνικά μάρμαρα, ο βωξίτης, τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, οι ποζολανικές γαίες, ο μπεντονίτης, ο περλίτης, ο καολίνης, ο λευκόλιθος, ο γύψος, η κίσσηρις, οι άστριοι, ο χαλαζίας, και ορυκτά νέας γενιάς, όπως είναι ο αταπουλγκίτης και ο χουντίτης κατέχουν υψηλές θέσεις στην εξορυκτική παραγωγή της Ευρώπης. Τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού, αργύρου, χαλκού, ψευδαργύρου και μολύβδου αποτελούν την νέα αναπτυξιακή πρόκληση και ευκαιρία. Μόνο στην Μακεδονία και Θράκη η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων ανέρχεται σε περισσότερα από 20 δις. ευρώ. Βέβαια το μεταλλογενετικό δυναμικό στην ίδια περιοχή είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερο με τις «εν δυνάμει» κοιτασματολογικές πηγές μεταλλικών ορυκτών πρώτων υλών να θεωρούνται από τις σπουδαιότερες της Ευρώπης. Η Ελλάδα καλείται να ξεπληρώσει τα χρέη της μέσα σε ιδιαίτερα πιεστικά χρονικά περιθώρια. Όλοι συμφωνούν επίσης ότι χωρίς ανάπτυξη και παραγωγική οικονομία τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Μένει λοιπόν να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τον πλούτο που διαθέτουμε. Η άμεση εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ορυκτών αποτελεί αξιόπιστη και βιώσιμη αναπτυξιακή επιλογή.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Βιώσιμα Κοιτάσματα Μεταλλικών Ορυκτών στην Μακεδονία και Θράκη

Μεταλλογενετικά χαρακτηριστικά
•    Το μεταλλογενετικό περιβάλλον των ορογενετικών μαγματικών τόξων, όπως για παράδειγμα είναι το ελληνικό, και ο συνδυασμός πολυμεταλλικών / πορφυρικών / επιθερμικών τύπων που παράγει, διαμορφώνουν ευνοϊκές  συνθήκες για τον εντοπισμό πλούσιων και δυναμικών κοιτασμάτων χρυσού.
•    Η γεωτεκτονική χώρο-χρονική εξέλιξη της Μακεδονίας και Θράκης αλλά και της ευρύτερης Βαλκανικής, συνιστά ένα ιδιαίτερα δυναμικό μεταλλογενετικό σύστημα ικανό να αποθέσει χρυσοφόρα πολυμεταλλικά (Pb-Zn-Au-Ag, Cu-Au, Au) κοιτάσματα παγκόσμιας κλάσης.
•    Η αξιοποίηση της μεταλλογενετικής ερμηνείας στον καθορισμό χωροχρονικά και γεωδυναμικά ελεγχόμενων τύπων αποτελεί βασικό δείκτη και παράμετρο για την βιώσιμη εκμετάλλευσή τους
Κοιτασματολογικές προκλήσεις
Πέρα και την διαπίστωση ότι η ΒΑ Χαλκιδική αποτελεί πραγματικά μία βιώσιμη  και «πλουτοπαραγωγική δεξαμενή» μετάλλων, ικανή να αυξήσει σημαντικά τα σημερινά γνωστά αποθέματα, υπάρχουν προτάσεις για συστηματικότερη έρευνα και σε άλλες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος στην Β. Ελλάδα, όπως προκύπτει από προηγούμενες έρευνες του ΙΓΜΕ. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι,
•    η ζώνη λειμωνιτικών εμφανίσεων χρυσού στον ορεινό όγκο Αγκίστρου – Βροντούς – Μενοικίου, στις Σέρρες και Δράμα
•    τα πορφυρικά συστήματα χαλκού- χρυσού της ευρύτερης περιοχής Ποντοκερασιάς – Γερακαριού – Βάθης – Μυλοχωρίου – Δροσάτου (Κιλκίς)
•    η δυναμική πολυμεταλλική παρουσία μικτής θειούχου μεταλλοφορίας στην ζώνη Φαρασινού – Συκιδίων στην Δράμα
•    οι νέοι στόχοι εντοπισμού επιθερμικού χρυσού σε μεταλλοφόρες δομές των περιοχών Κίρκης και Πεύκων στον Έβρο
Πλουτοπαραγωγικό δυναμικό
•    Η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων νικελίου, ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στην Μακεδονία και Θράκη, με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων, ανέρχεται περίπου σε 20 δισ. ευρώ. Ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά.
•    Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούντα στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος  είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος.
•    Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο η Β. Ελλάδα είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης και αποτελεί σταθερή μεταλλευτική πηγή για την βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση να συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Από την κοιτασματολογική έρευνα μέχρι την μεταλλευτική παραγωγή, κοινωνία και περιβάλλον συνηγορούν στην βιώσιμη εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών.

Η διαχρονική εκμετάλλευση και βιομηχανική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου έχει καθοριστική συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρώπης. Πολλά ορυκτά και πετρώματα αποτελούν βασικές πρώτες ύλες στην οικοδομική δράση και την κατασκευή δρόμων, τα περισσότερα μέταλλα χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων, ενώ συγκεκριμένα ορυκτά έχουν ειδικές εφαρμογές στην γεωργία, στα φάρμακά και άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Υπολογίζεται ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης καταναλώνει έμμεσα 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο, ενώ την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία(εξαιρουμένων των ενεργειακών πρώτων υλών)παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 30 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 260000 εργαζόμενους. Λαμβάνοντας υπόψη και την παράλληλη απασχόληση που προκύπτει, εκτιμάται ότι το μέγεθος αυτό είναι τετραπλάσιο. Από την άλλη πλευρά, είναι γνωστό ότι η μεταλλευτική παραγωγή ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει ελεγχόμενη λειτουργία και συστηματική παρακολούθηση. Τα σχετικά πρόσφατα ατυχήματα εκβολής μεταλλευτικών αποβλήτων από τις «χωματερές» των ορυχείων Aznacollar (Ισπανία) και Baia Mare(Ρουμανία),σε συνδυασμό με την εκτεταμένη διασπορά επικίνδυνων ρύπων προέκτειναν την ανησυχία της κοινής γνώμης και έπληξαν για άλλη μια φορά την δημόσια εικόνα της μεταλλευτικής βιομηχανίας .Το γεγονός αυτό και η γενικότερα επιφυλακτική στάση των πολιτών απέναντι στην βιομηχανία τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια ,είχε σαν αποτέλεσμα την απαίτηση θεσμοθέτησης ευρωπαϊκών πολιτικών για περισσότερο ανταγωνιστική, κοινωνική και περιβαλλοντική παραγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή επιτροπή εξέδωσε σειρά αποφάσεων και στρατηγικών επιλογών που προωθούν την βιώσιμη ανάπτυξη της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Σε όλες τις περιπτώσεις η διαφάνεια ,ο διάλογος και η δημόσια αντιπαράθεση με τους κοινωνικούς εταίρους βρίσκονται στο επίκεντρο των νέων θεσμικών αναζητήσεων. Η ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία (συμπερiλαμβανόμενης και της ελληνικής) ανταποκρίθηκε θετικά στις προκλήσεις αυτές συμμετέχοντας σε πρωτοβουλίες, που συχνά ανέλαβε και προώθησε η ίδια, σχετικά με ερευνητικές, παραγωγικές και διοικητικές δράσεις για την έκδοση Θεματικής Στρατηγικής Βιώσιμης Εκμετάλλευσης των Ορυκτών Πρώτων Υλών, την σύσταση Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας για Βιώσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες, την ανάδειξη Δεικτών Βιώσιμης Ανάπτυξης της Μεταλλευτικής Παραγωγής κ.α. Ολες οι τρέχουσες ενέργειες είναι συμβατές με τους τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης για προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. αποφυγή χρήσης επικίνδυνων ουσιών),κοινωνική συνοχή (π.χ. ανοικτή επικοινωνία με τις τοπικές κοινωνίες)και ανταγωνιστική και επιχειρηματικά υπεύθυνη παραγωγική διαδικασία (π.χ. υγιείς και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, ορθολογική χρήση γης).Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο ιδιαίτερα ευνοϊκή για την αγορά των μετάλλων, ενώ την ίδια στιγμή η προώθηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας «REACH» για την προστασία των καταναλωτών από επικίνδυνες χημικές ουσίες, ενδέχεται να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εισαγωγή μεταλλευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, αφού η ποιότητα τους δεν πληροί τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. θα χρειασθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά να υποστηρίξει, να προωθήσει και να αναπτύξει την εγχώρια μεταλλευτική της παραγωγή. Οι πολίτες καλούνται με την σειρά τους να συνδράμουν σε μια ελεγχόμενη και βιώσιμη λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας, Πολλές από τις ανάγκες της Ε.Ε. σε πρώτες ύλες, που σήμερα εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από εισαγόμενα μεταλλικά και βιομηχανικά ορυκτά, θα πρέπει πλέον να καλυφθούν με την προοδευτική εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων. Ακόμη οι ανάγκες αυτές τείνουν διαρκώς αυξανόμενες αφού μετά την είσοδο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, το 2007, το καταναλωτικό δυναμικό της Ευρώπης των 27 θα πλησίάσε τον πληθυσμό των 490εκ.(ξεπερνά τον αμερικανικό και τον ιαπωνικό μαζί),ενώ το αντίστοιχο ΑΕΠ θα κυμανθεί στα 14290 δις δολ., μεγαλύτερο από τα 13943 των Η.Π.Α. Τα συγκεκριμένα μεγέθη, σε συνδυασμό με την αδυναμία τρίτων χωρών να προσαρμοσθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά στις αυστηρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρώπης δείχνουν ότι η Ε.Ε. επιβάλλεται να επιταχύνει την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της προς όφελος της ευημερίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών της. Στην πορεία αυτή η χώρα μας μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αφού κυριαρχεί ήδη στην ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου, νικελίου, μπεντονίτη, λευκολιθου ενώ παράλληλα διαθέτει πλούσια κοιτάσματα χαλκού, ψευδαργύρου, μολύβδου, χρυσού και αργύρου. Η αξιοποίηση των τελευταίων διαθέτει παραγωγική και ανταγωνιστική δυναμική που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη και απασχόληση.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Άλλο «καιρός» και άλλο «κλιματική αλλαγή»!!

Η συζήτηση σχετικά με τις ανθρωπογενείς αιτίες για την υπερθέρμανση του πλανήτη έχει το τελευταίο διάστημα κατακλυσθεί από συνεχείς μαρτυρίες για ανακρίβειες, υπερβολές και παραλείψεις στα στοιχεία που αναφέρονται στις εκθέσεις της διακυβερνητικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή( της γνωστής IPPC). Αποδείχτηκε ότι το υπόβαθρο στο οποίο η συγκεκριμένη επιτροπή στηρίζει της εκτιμήσεις της προέρχεται βασικά από εκθέσεις ομάδων ακτιβιστών, άρθρων εφημερίδων και εργασίες φοιτητών. Γνωστοί επιστήμονες της (IPPC) , όπως ο καθηγητής Philip Joneς επαναξιολογούν την στάση και τις θέσεις τους. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη του στο BBC o Joneς παραδέχτηκε ότι στατιστικά δεν έχει παρατηρηθεί σημαντική υπερθέρμανση του πλανήτη μετά το 1995, ότι δεν αποκλείεται το παγκόσμιο κλίμα να ήταν πιο θερμό στον Μεσαίωνα, και ότι η επιστημονική συζήτηση για την κλιματική αλλαγή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Είναι γεγονός ότι σε οποιοδήποτε άλλο επιστημονικό χώρο οι εξελίξεις αυτές θα δημιουργούσαν αρνητικές επιπτώσεις. Κάτι όμως που δεν συνέβη με την έντονα «πολιτικοποιημένη» κλιματική έρευνα. Στην βάση της «κερδοσκοπικής» σχέσης της έρευνας με την πολιτική κάθε «αβανταδόρικο» θέμα μπορεί γρήγορα να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τα κονδύλια να εισρέουν από παντού και οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες να δεχθούν τα φώτα της δημοσιότητας σαν άλλοι αστέρες του Χόλυγουντ. Η αποτυχημένη εκτίμηση της IPPC για το λιώσιμο των παγετώνων των Ιμαλάϊων και οι ατυχείς ισχυρισμοί του Αλ Γκόρ στην συνάντηση της Κοπεγχάγης ότι το 75% των αρκτικών πάγων θα λιώσουν στα επόμενα 5 με 7 χρόνια, δεν αποτελούν διαφορετικές προσεγγίσεις από τα άπιαστα μελλοντικά σενάρια που χρησιμοποιούνται στην πολιτική. Και ενώ οι επιστήμονες ζητούν ευχαρίστως την αντιπαράθεση, οι «πολιτικοποιημένοι» ερευνητές της κλιματικής αλλαγής απαιτούν από τον κόσμο να τους εμπιστεύεται χωρίς αντίρρηση. Βέβαια οι πολιτικοί συχνά –πυκνά «πληρώνουν» με κάποιο τρόπο τα λάθη τους. ‘Όταν όμως η επιστήμη «πολιτικοποιείται» τα λάθη, οι παραλείψεις και η αλλοίωση της αλήθειας εγκλωβίζονται σε ένα παιχνίδι διπλών ρόλων και διαπλοκής. Επιφανείς επιστήμονες ακόμη και στην περίπτωση του πρωτόγνωρου φετινού χειμώνα των πολικών θερμοκρασιών εξακολουθούν να προκαλούν την νοημοσύνη των πολιτών επικαλούμενοι το ανεπανάληπτο επιχείρημα ότι άλλο είναι ο καιρός και άλλο η κλιματική αλλαγή.

Το δίκιο της Ευρώπης

Για πρώτη φορά μετά την είσοδο της στην Ε.Ε. η Ελλάδα έχει απέναντι και όχι δίπλα της το σύνολο των κρατών μελών. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας σε μια δύσκολη για τον κόσμο περίοδο βάζουν σε περιπέτειες την προσπάθεια ανάκαμψης της ευρωζώνης. Παρόμοια προβλήματα ταλαιπωρούν το εσωτερικό και άλλων χωρών όπως της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Εκείνο όμως που στην περίπτωση της Ελλάδας ενοχλεί περισσότερο τους Ευρωπαίους είναι τα «μαγειρεμένα» στοιχεία και η στατιστική ανακολουθία που χαρακτηρίζουν τα οικονομικά μεγέθη που παρέχονται τα τελευταία χρόνια. Η τακτική αυτή θεωρήθηκε απαράδεκτος εμπαιγμός και η Ελλάδα αναξιόπιστος εταίρος. Από την άλλη πλευρά ένα τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης αντί να εκτιμήσει την πραγματική διάσταση του προβλήματος και να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του διαλέγει μάλλον μια «σοβινιστική» αντίληψη ότι πρόκειται για πρωτοφανή αδικία σε βάρος της χώρας και ότι καλά θα κάνουμε να φύγουμε από την Ένωση. Πολλοί μιλούν για ανθελληνισμό των Σουηδών, των Δανών και άλλων που στην ουσία φοβούνται ότι οι οικονομικές θυσίες και η καταναλωτική πειθαρχία των πολιτών τους θα πάνε χαμένες λόγω των άστοχων ελληνικών χειρισμών. Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη έχει και αυτή το δίκιο της. Για περισσότερες από δύο δεκαετίες διέθεσε στην Ελλάδα σημαντικούς πόρους μέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, διαφόρων «πακέτων» και αλλεπάλληλων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. Μοναδικός όρος και ζητούμενο ήταν η αναπτυξιακή σύγκλιση με επίκεντρο την αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Τίποτα από αυτά όμως δεν συνέβη. Αντίθετα υπήρξε κακοδιαχείριση, χρηματοδοτήσεις ακριβοπληρωμένων μελετών και συχνά «πελατειακών» και πρόχειρα σχεδιασμένων έργων. «Κρατικοδίαιτες» επενδύσεις χωρίς προοπτική και μηδενική ανταποδοτικότητα. Και βέβαια όλα αυτά με τους απλούς πολίτες να μην έχουν ουδεμία συμμετοχή και ευθύνη. Παρόλα αυτά οι περισσότεροι είναι διατεθειμένοι να επιστρατευθούν στην λύση του προβλήματος και θα το κάνουν. Άλλωστε αυτός είναι πλέον ο μοναδικός τρόπος και δρόμος επιβίωσης της χώρας μας.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Έργο ProMine- Νέα εποχή για την ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία

Το έργο ProMine- Nano-particle products from new mineral resources in Europe- αποτέλεσε την πρώτη αντίδραση της ευρωπαϊκής εξορυκτικής βιομηχανίας μη ενεργειακών ορυκτών στην βάση προγραμματικής πρωτοβουλίας που ανέλαβαν 5 μεταλλευτικές εταιρίες (παράγουν περισσότερο από το 70% βασικών και πολυτίμων μετάλλων στην Ε.Ε.) σε συνεργασία με γεωλογικά ινστιτούτα, ακαδημαϊκά κέντρα και επιχειρήσεις καινοτόμων υλικών και νάνο-τεχνολογικών προϊόντων. Με την έγκριση του το έργο ProMine επωμίζεται και αναλαμβάνει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην βιώσιμη λειτουργία και ανάπτυξη της μεταλλευτικής παραγωγής. Νέες μέθοδοι κοιτασματολογικής έρευνας, καινοτόμες τεχνολογίες διαχείρισης των αποβλήτων και εκτίμησης του περιβαλλοντικού κινδύνου, και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα έρχονται να υποστηρίξουν τις συγκεκριμένες προτεραιότητες που θέτει η νέα Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες και να συμβάλλουν στην εφαρμογή της.
Βασικός σκοπός του ProMine είναι να περιορίσει το αρνητικό ισοζύγιο της Ε.Ε. στην εμπορική διακίνηση μεταλλικών πρώτων υλών σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη και την βιομηχανική διάθεση 5 νέων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα με την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων κοιτασματολογικής έρευνας και εκμετάλλευσης, καθώς και ανακύκλωσης των αποβλήτων να αυξήσει το διαθέσιμο μεταλλευτικό δυναμικό της Ευρώπης, να ενισχύσει την ανταγωνιστική της ετοιμότητα και να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Στους επιμέρους αντικειμενικούς στόχους και κύρια παραδοτέα περιλαμβάνονται,
• η δημιουργία πανευρωπαϊκής GIS-βάσης δεδομένων ορυκτών πρώτων υλών με έμφαση στα στρατηγικής σημασίας μη ενεργειακά μεταλλικά ορυκτά τόσο σε πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές
• η αποθεματική/κοιτασματολογική εκτίμηση στρατηγικών μετάλλων και ορυκτών που δεν εξορύσσονται σήμερα στην Ευρώπη π.χ. Nb, PGE, REE
• η ανάπτυξη 3D/4D μοντέλων κοιτασματολογικής έρευνας για τον εντοπισμό μεταλλοφοριών μεγάλου βάθους με εφαρμογή σε μεταλλευτικές περιοχές της Σκανδιναβίας, της Κ. Ευρώπης, της Ιβηρικής και της Βαλκανικής/Ελλάδας
• η παραγωγή 5 νέων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας σε συνδυασμό με σχετικές δοκιμές βιομηχανικών χρήσεων και μελέτες LCA (Life Cycle Analysis), και έμφαση στην περιβαλλοντική διάσταση
• η ανάπτυξη φιλικών στο περιβάλλον μεθόδων εμπλουτισμού και διαχείρισης αποβλήτων συμπεριλαμβανομένης της βίο-μεταλλουργίας
• η καθιέρωση ενός νέου πληροφοριακού κόμβου για την οριζόντια διασύνδεση της Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας για Βιώσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες με άλλες τεχνολογικές πλατφόρμες
• η διάχυση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων προς όφελος των «εν γένει» χρηστών και του κοινωνικού συνόλου

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

«Ορυκτός» ο Ελληνικός Πλούτος

Μη Ενεργειακές Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΜΕΟΠΥ)

Η Ευρωπαϊκή ΕΒΜΕΟ παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 40 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 270.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων. Η αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΜΕΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής. Η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για το 2007 να ανέρχεται σε 11 δις. ευρώ. Αυτό αναφέρεται κατά 90%(10 δις.ευρώ) στα μεταλλικά ορυκτά, ενώ για τα βιομηχανικά ορυκτά το αναλογικό έλλειμμα είναι 798 εκ.ευρώ και τα δομικά υλικά 456 εκ. ευρώ. Στα περισσότερα στρατηγικά μέταλλα υπάρχει πλήρης εξάρτηση, ενώ η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας. της Ινδίας, της Ρωσίας και της Βραζιλίας (αποκαλούνται και είναι γνωστές όλες μαζί με το όνομα BRIC - Brazil, Russia, India, China) δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα. Από την άλλη πλευρά η ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία με την επαναξιοποίηση και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων που παράγει, εναρμονίζεται ολοένα και περισσότερο με τους όρους βιώσιμης ανάπτυξης και περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, επενδύουν ήδη στην νέα στρατηγική κοιτασματολογικής προσέγγισης των «εν γένει» πρωτογενών και δευτερογενών πηγών ΜΕΟΠΥ επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν το μεταλλευτικό τους δυναμικό και παραγωγή.

Στην χώρα μας, παρά την μείωση του ρυθμού απασχόλησης στα τελευταία 20 χρόνια, η μεταλλευτική δραστηριότητα και η περαιτέρω αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, παραμένουν στις βασικές αναπτυξιακές προτεραιότητες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνονται στον απολογισμό του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) για το 2007, παρατηρείται παραγωγική σταθερότητα στις περισσότερες ΜΕΟΠΥ όπου στις πρώτες θέσεις μαζί με τον λιγνίτη, τα αδρανή υλικά και τα μάρμαρα, βρίσκονται ο βωξίτης, τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, οι ποζολανικές γαίες, ο μπεντονίτης, ο περλίτης, ο γύψος και η κίσσηρις. Για το 2006 η συνολική αξία των πωλήσεων ανήλθε σε 1,2 δις ευρώ, το 74% (δηλαδή 850 εκ. ευρώ περίπου) του οποίου αφορά σε εξαγωγές. Απασχολούνται 23.000 εργαζόμενοι και υπάρχουν ακόμη περισσότερες από 100.000 θέσεις εξαρτημένης εργασίας. Με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις είναι πλέον απαραίτητο να χαραχθούν οι στρατηγικές επιλογές για το μέλλον, και να ορισθεί ο «οδικός χάρτης» βέλτιστης αξιοποίησης και βιώσιμης εκμετάλλευσης συγκεκριμένων ελληνικών ΟΠΥ, με χαρακτηριστικά εθνικού ή/και περιφερειακού συγκριτικού πλεονεκτήματος και υπεροχής. Κοιτασματολογικοί στόχοι που βρίσκονται στο επίκεντρο του μεταλλευτικού ενδιαφέροντος και χρήζουν συστηματικότερης παραγωγικής προσέγγισης, με τους όρους της ορθολογικής εκμετάλλευσης, θα πρέπει να είναι όλοι αυτοί που καλούνται να στηρίξουν την βιώσιμη λειτουργία της ελληνικής ΕΒΜΕΟ και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις νέων επενδύσεων.

Τρέχουσα παραγωγική δραστηριότητα στην Κεντρική Μακεδονία

Η ορυκτός πλούτος της Κεντρικής Μακεδονίας (ΚΜ) συμβάλλει σημαντικά στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της Εξορυκτικής Βιομηχανίας Μη Ενεργειακών Ορυκτών (ΕΒΜΕΟ) της χώρας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από τον απολογισμό του ΣΜΕ για το 2007, το περίπου 23% των ΜΕΟΠΥ στην Ελλάδα παράγεται από κοιτασματολογικές πηγές μεταλλικών, βιομηχανικών, λατομικών και αδρανών ορυκτών της ΚΜ. Το αντίστοιχο ποσοστό στις πωλήσεις και τις εξαγωγές βρίσκεται λίγο πάνω από το 10%. Τα μεγέθη αυτά είναι ιδιαίτερα αξιόλογα με δεδομένη στην ΚΜ την απουσία εκμετάλλευσης βωξίτη, σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων και μπεντονίτη/περλίτη που αποτελούν τα κυρίαρχα εξαγωγικά προϊόντα της ελληνικής ΕΒΜΕΟ. Από την άλλη πλευρά η ΚΜ φιλοξενεί και χαρακτηρίζεται από την αποκλειστική παραγωγική παρουσία ΜΕΟΠΥ που δεν εντοπίζονται σε άλλες περιφέρειες τις χώρας και καλύπτουν εγχώριες ανάγκες ή απευθύνονται σε διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται,
- η παραγωγή συμπυκνωμάτων μολύβδου και ψευδαργύρου από πολυμεταλλικό θειούχο κοίτασμα στο μεταλλείο Μαύρων Πετρών και τις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις Στρατωνίου στην ΒΑ Χαλκιδική. Το 2007 εξορύχτηκαν 214.000 τόνοι μεταλλεύματος και παράχθηκαν 144.000 τόνοι συμπυκνωμάτων
- η παραγωγή δίπυρης και καυστικής μαγνησίας από τα μεταλλεία λευκόλιθου Γερακινής που αντιπροσωπεύει το 8% της αντίστοιχης ευρωπαϊκής
- η παραγωγή τελικών προϊόντων χαλαζία και αστρίων με προοπτικές αξιοποίησης σε νέα πεδία βιομηχανικών εφαρμογών
- η παραγωγή ποζολανικής πρώτης ύλης με βασικό αποδέκτη την τσιμεντοβιομηχανία
- η παραγωγή διακοσμητικών πετρωμάτων και λευκών ανθρακικών με εφαρμογές πληρωτικών υλικών, από τις μαρμαροφόρες περιοχές Βερμίου
- η παραγωγή πετροβάμβακα με πρώτη ύλη τα αμφιβολιτικά πετρώματα της περιοχής Νιγρίτας
Σε συνδυασμό και συχνά σε οικονομοτεχνική σχέση με τα παραπάνω βρίσκονται,
- τα σημαντικά αποθέματα χρυσού στα πολυμεταλλικά θειούχα κοιτάσματα της ΒΑ Χαλκιδικής και άλλων περιοχών της ΚΜ, λαμβάνοντας υπόψη και το παρατεταμένα ευνοϊκό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον
- ο εντοπισμός μεταλλοφοριών χαλκού με κοιτασματολογικό και πλουτοπαραγωγικό ενδιαφέρον σε αρκετές περιοχές της ΚΜ
- η παρουσία δουνιτικών πετρωμάτων και απορριμμάτων στο περιβάλλον εξόρυξης λευκολίθου, που αποτελούν «εν δυνάμει» κοιτασματολογική πηγή για την παραγωγή ολιβίνη
- τα απορρίμματα/παραπροϊόντα των λατομείων μαρμάρου στο Βέρμιο που αποτελούν δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές για πιθανή παραγωγή λευκών ανθρακικών

IPCC Doubts: Only the Tip of the Iceberg

The Titanic of Green Left climate science ideology has been fatally hulled and will soon sink into an oceanic abyss of junk science.

by Simon Mansfield
Publisher, TerraDaily.com
Gerroa, Australia (SPX) Jan 25, 2010

When social scientists like Australia's Clive Hamilton get to run hard science processes the outcome is almost always junk science.
Over the weekend more reports of s*xed up climate science have emerged casting yet more doubt on the IPCC report, with the myriad of claims that global warming is linked to worsening natural disasters being directly questioned.
What policy makers need to keenly understand is that the unravelling of the IPCC report has only just begun and is like an avalanche gathering size and speed and laying waste to everything in its path?
Those opposed to taking action on carbon emissions are not going to let these doubts fade away. The growing crisis of confidence in the IPCC report will soon become the dominant thread to the debate and the IPCC report will be declared null and void.
Policy makers will need to move quickly to respond to this game changing development.
We need a formula for data collection and analysis that answers the doubts and clearly sets out the process and conclusions in a manner that can stand up to basic verification, with quantifiable conclusions that are based on facts not hearsay and conjecture.
Over the coming weeks, more and more problems will be found with the IPCC report and what we have seen so far is only the tip of the iceberg.
In short, the Titanic of Green Left climate science ideology has been
fatally hulled and will soon sink into an oceanic abyss of junk science.
But the real tragedy to all this is not the questioning of climate science - it's the distrust of science in general that will come from this and especially anything to do with the earth (environment) sciences.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για βιώσιμα ορυκτά

Η διαχρονική αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) έχει συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα, στην περίοδο της μετα-βιομηχανικής εποχής, η εκμετάλλευση των ΟΠΥ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό καθημερινές αλλά και γενικότερες ανάγκες των πολιτών, και συνεισφέρει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Η διαρκώς αυξανόμενη ζήτησή τους αποτελεί σταθερή προστιθέμενη αξία για το μέλλον. Παρά το γεγονός αυτό τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ε. Ε. στερούνται συγκεκριμένης μεταλλευτικής στρατηγικής και πολιτικής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα περιοχές με μεγάλο κοιτασματολογικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη, να δεσμεύονται σε άλλες χρήσεις γης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες της ευρωπαϊκής μεταλλευτικής βιομηχανίας. Με την εξέλιξη αυτή, προβλέπεται στις επόμενες δεκαετίες, να βρεθεί απροστάτευτη απέναντι στον έντονο και συχνά αθέμιτο παγκόσμιο ανταγωνισμό, καθώς και εξαρτημένη σε θέματα παραγωγής και διάθεσης ΟΠΥ (π.χ. το φαινόμενο της Κίνας). Η μεταλλευτική βιομηχανία καλείται να αξιοποιήσει έγκαιρα τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την ορθολογικότερη χρήση γης, ESDP (European Spatial Development Perspective) και INSPIRE (Infrastructure for Spatial Information in Europe, www.inspire.net) καθώς και GMES (Global Monitoring For Environment and Security, www.gmes.info), με στόχο τη δημιουργία ευνοϊκών χωροταξικών συνθηκών για τις περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος.
Από την άλλη πλευρά, η μεταλλευτική παραγωγή, όπως και άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, έχει δεχθεί έντονη κοινωνική κριτική για τις επιπτώσεις που προκαλεί στο περιβάλλον και τον τρόπο που διαχειρίζεται και αντιμετωπίζει τους σχετικούς κινδύνους. Την ίδια στιγμή, με την είσοδο του 21ου αιώνα, οι στρατηγικές επιλογές της Ένωσης για βιώσιμη ανάπτυξη, επιδιώκουν να ρυθμίσουν τις συχνά αντικρουόμενες σχέσεις της οικονομικής προόδου με την απασχόληση και την προστασία του περιβάλλοντος. Βασικό ζητούμενο είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η εξέλιξη αυτή επηρεάζει και προβληματίζει το σύνολο της μεταλλευτικής βιομηχανίας, η οποία αναζητά σταδιακά να εξειδικεύσει τους δικούς της παραγωγικούς όρους και λειτουργικές επιλογές, καθορίζοντας συγκεκριμένους δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης για κάθε μία ΟΠΥ ξεχωριστά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την πλευρά της με επικεφαλής την Δ/νση Περιβάλλοντος, έχει συντάξει σχέδιο οδηγίας που αναφέρεται στην οριοθέτηση Θεματικών Στρατηγικών για την Βιώσιμη Εκμετάλλευση των Φυσικών Πόρων, κύριο αντικείμενο των οποίων είναι οι ΟΠΥ (Towards Thematic Strategy on the Sustainable Use of Natural Resources http: //ec.europa.eu /environment //natres). Η τελική μορφή του σχετικού κειμένου έχει υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βρίσκεται στη διαδικασία αποδοχής και επίσημης δημοσίευσης. Προτείνεται να τεθεί σε άμεση ισχύ, για την σταδιακή προσαρμογή και εφαρμογή του από τα κράτη μέλη. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε επίσης η πρωτοβουλία σύστασης, καθώς και η διαδικασία τελικής αποδοχής από την Κοινότητα, της Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας για την Βιώσιμη Εκμετάλλευση των Φυσικών Πόρων ( European Technology Platform for Sustainable Mineral Resources, ETP-SMR, www.etp-smr.org ), με στόχο την προβεβλημένη ένταξη θεματικών αντικειμένων και πεδίων που σχετίζονται με τις ΟΠΥ στο 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο αλλά και στις στρατηγικές επιλογές της ευρωπαϊκής μεταλλευτικής βιομηχανίας. Όλες οι προσεγγίσεις και προτάσεις στις οποίες κατέληξε η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, έχουν τεθεί υπόψη των αρμόδιων θεσμικών οργάνων (Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) της Ε. Ε. Οι παραπάνω, όπως και άλλες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πρωτοβουλίες (e.g. SDIMΙ – Sustainable Development Indicators in the Mineral Industries, MMSD - Mining, Minerals and Sustainable Development Project), υποστηρίζονται με τη συμμετοχή μεγάλων μεταλλευτικών επιχειρήσεων e.g. Rio Tinto, Boliden, S & B Industrial Minerals, όλων των Ευρωπαϊκών Γεωλογικών Ινστιτούτων, 12 σχετικών ευρωπαϊκών συνδέσμων μεταλλευτικών επιχειρήσεων και γεωλογικών οργανισμών e.g. Euromines, EuroGeoSurveys, IMA, Euroroc και πολλά Ακαδημαϊκά και Ερευνητικά Ιδρύματα, e.g. Πολυτεχνεία Lulea και Aachen. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, με επικεφαλής τα γεωλογικά τους ινστιτούτα, προετοιμάζονται για την ομαλότερη δυνατή προσαρμογή των στρατηγικών τους ΟΠΥ, στις νέες συνθήκες.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Νέο θεσμικό πλαίσιο για την βιώσιμη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών ΟΠΥ


Εχοντας εξασφαλίσει όρους βιώσιμης λειτουργίας της μεταλλευτικής βιομηχανίας η Ε.Ε. με την νέα ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες  (COM2008/699: Raw materials Initiative - http://ec.europa.eu/ enterprise επαναφέρει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος την αξιοποίηση τους προς όφελος της απασχόλησης και της ποιότητας ζωής των πολιτών. Βασικό ζητούμενο είναι η εκμετάλλευση ευρωπαϊκών κοιτασμάτων και η τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) βρίσκονται σε διαρκώς ανερχόμενη τροχιά στην ατζέντα των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και επιλογών της Ε.Ε. Οι εξελίξεις αυτές είναι πλέον ορατές σε όλα τα επίπεδα διοικητικών και πολιτικών αποφάσεων. Από τις θεματικές Διευθύνσεις Περιβάλλοντος, Έρευνας, Επιχειρηματικότητας, μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο είναι κοινά αποδεκτό ότι είναι καιρός για την Ευρώπη να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στις δικές της πηγές ορυκτών. Στην βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών για την βιώσιμη σχέση της μεταλλευτικής βιομηχανίας με το περιβάλλον και την κοινωνική προόδο, αλλά και οι διαπιστώσεις που αφορούν στο γεγονός ότι,
  •    η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία μη ενεργειακών ορυκτών των 25 κατέγραψε το 2004 προϋπολογισμό περίπου 40 δισ.εκ. ευρώ και απασχολούσε άμεσα 270.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων, ενώ η έμμεση απασχόληση υπολογίσθηκε 4 φορές μεγαλύτερη,
  •   τα προηγούμενα μεγέθη σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση (από τις ΟΠΥ εξαρτώνται άμεσα σημαντικοί βιομηχανικοί τομείς της Ευρώπης συνολικής οικονομικής αξίας 1.324 δις. ευρώ και συνολικού αριθμού 30 εκ. εργαζομένων) των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής,
  •  η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών  με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για το 2007 να ανέρχεται σε 11,25 δις. ευρώ. Αυτό αναφέρεται κατά 88,8% (10 δις.ευρώ) στα μεταλλικά ορυκτά, ενώ για τα βιομηχανικά ορυκτά το αντίστοιχο έλλειμα είναι αναλογικά 7,1% (798 εκ.ευρώ) και για τα «κατασκευαστικά» υλικά 4,1% (456 εκ. ευρώ). Στα περισσότερα στρατηγικά μέταλλα υπάρχει πλήρης εξάρτηση, ενώ η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας και της Ινδίας δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα,
  • η μεταλλευτική βιομηχανία με την επαναξιοποίηση  και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων που παράγει και την ανακύκλωση των σχετικών δευτερογενών πηγών που διαθέτει, αποτρέπει ολοένα και περισσότερο τις επιπτώσεις στο περιβάλλον,
  • στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πολυεπίπεδων διοικητικών, κοινωνικο-οικονομικών, περιβαλλοντικών και εμπορικών ρυθμίσων η Ε.Ε. αναπροσανατολίζει τις σχέσεις της με την παγκόσμια αγορά με έμφαση και βασική επιλογή τις αφρικανικές ΟΠΥ, και, 
  • την προώθηση, όπως προαναφέρθηκε, δυναμικής αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των Ευρωπαϊκών ΟΠΥ. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, επενδύουν ήδη στην βιώσιμη ανάπτυξη και διαχείριση νέων κοιτασμάτων μη ενεργειακών μεταλλικών ορυκτών, επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν την μεταλλευτική τους παραγωγή, κάτι που μπορεί να αποτελέσει και ελληνική επιλογή.