Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Η πράσινη τεχνολογία «δεν υπάρχει» χωρίς ορυκτές πρώτες ύλες

Το λειτουργικό παράδοξο

Οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ), και κυρίως αυτές που χαρακτηρίζονται κρίσιμες για την Ευρώπη, βρίσκονται σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, στην κορυφή της μεταλλευτικής ζήτησης, σε σχέση κυρίως με βιομηχανικές εφαρμογές και χρήσεις της πράσινης τεχνολογίας.  Με σημείο αναφοράς τις κοινωνικά υποστηριζόμενες πολιτικές αποφάσεις για γρήγορη μετάβαση σε ήπιες «καθαρές» πηγές  ενέργειας, καθώς και η άμεση προώθηση μιας χαμηλών-εκπομπών-δοιξειδίου του άνθρακα «ηλεκτροκίνητης» οικονομίας, οι ανάγκες για συγκεκριμένες ΟΠΥ εκτοξεύονται ποσοτικά σε δισθεώρατα μεγέθη  και εντάσσονται ποιοτικά σε ειδικά διαμορφωμένες προδιαγραφές. Και βέβαια αυτή που παίρνει πρώτη στη σκυτάλη και βιάζεται πάντα να δηλώσει παρόν, με ότι αυτό συνεπάγεται, είναι η μεταποιητική βιομηχανία που ενδιαφέρεται πάντα να παραμένει εμπορική, ανταγωνιστική και βασικά κοντά στο κυρίαρχο life style κάθε εποχής. Από την άλλη μεριά παραβλέπει το γεγονός ότι η παραγωγική αλυσίδα στην οποία ανήκει και είναι μέρος της  μπορεί να μην βρίσκεται σε πλήρη, ολοκληρωμένη, σταθερή και βιώσιμη λειτουργική κατάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία που πήρε φόρα και σχεδιάζει μέσα στα επόμενα χρόνια μαζική παραγωγή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων,  κυρίως  για να προβάλλει ένα συμβατό με την εποχή-της πράσινης- ενέργειας προφίλ. Συγκεκριμένα  το 2017 οι πωλήσεις τους ανήλθαν σε περίπου 4 εκατομμύρια ενώ μέχρι το 2030, οι πωλήσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα φθάσουν τα 50 εκατομμύρια το χρόνο.  Αυτό σημαίνει φυσικά ότι οι ανάγκες για μπαταρίες λιθίου που χρησιμοποιούν τα ηλεκτρικά οχήματα αυξάνονται σε βαθμό που ξεπερνά κάθε προσπάθεια ή σενάριο αξιόπιστης πρόβλεψης.  Και στη βάση όλης αυτής της εξέλιξης βρίσκεται βέβαια το γεγονός ότι οι ΟΠΥ λιθίου, κοβαλτίου, σπανίων γαιών, γραφίτη, και άλλων ορυκτών και μετάλλων που χρειάζονται για την κατασκευή των συγκεκριμένων μπαταριών δεν αρκούν κοιτασματολογικά για να καλύψουν τις σημερινές και μελλοντικές απαιτήσεις. Και αυτό αφορά τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι πολύ πιθανό δηλαδή να φθάσει η κάθε βιομηχανία  στο σημείο να έχει σχεδιάσει τα ηλεκτρικά της αυτοκίνητα και να βρεθεί στη θέση να μην μπορέσει να τα παράγει, αφού οι μπαταρίες που χρειάζονται δεν μπορούν να κατασκευαστούν λόγω ελλείψεων στην προμήθεια των ΟΠΥ που απαιτούνται. Αυτή θα μπορούσε λιοπόν να χαρακτηριστεί σαν ‘σπασμένη’ παραγωγική αλύσιδα αφού το αυτοκίνητο που είναι ο τελευταίος της κρίκος δεν λαμβάνει υπόψη του την κοιτασματολογική και μεταλλευτική επάρκεια των ΟΠΥ που αποτελούν τον αρχικό  κρίκο  από την παρουσία του οποίου εξαρτάται.   Παρακάτω παρουσιάζεται μια πιο αναλυτική προσέγγιση των σχέσεων που αναπτύσσονται και ισχύουν σήμερα μεταξύ των χρήσεων της πράσινης τεχνολογίας στην βιομηχανική παραγωγή, των κρίσιμων ΟΠΥ που χρειάζονται για την βιώσιμη παρουσία και πρακτική εφαρμογή της τεχνολογίας αυτής στην ενέργεια και αλλού, καθώς και ο γεωπολιτικός έλεγχος προμήθειας των ΟΠΥ που απαιτούνται. Στόχος είναι να γίνει κατανοητό και σαφές ποια είναι τα πλεονεκτήματα, ποια τα μειονεκτήματα. Ποια τα εμπόδια και πως μπορούν να ξεπεραστούν. Ποια τα προβλήματα και ποιες οι λύσεις. 
   
Πως και γιατί κρίσιμες ΟΠΥ στην Ευρώπη

Δεδομένης της στρατηγικής σημασίας των πρώτων υλών για τη μεταποιητική βιομηχανία της ΕΕ, η Επιτροπή έχει θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ φάσμα μέτρων στο πλαίσιο της ενωσιακής πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής, βιώσιμη και οικονομικά προσιτή προμήθειά τους. Ο κατάλογος των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ συνιστά κεντρικό στοιχείο της πρωτοβουλίας αυτής. Η πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες προτάθηκε το 2008 με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που συνδέονται με την πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Τον Ιούλιο του 2017 επικαιροποιήθηκε ο κατάλογος των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας που ίσχυε από το 2014. Ο κύριος σκοπός του νέου πίνακα είναι ο προσδιορισμός των πρώτων υλών για τις οποίες υπάρχει υψηλός κίνδυνος προβλημάτων στον εφοδιασμό και οι οποίες έχουν μεγάλη οικονομική σημασία, και η αξιόπιστη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στις οποίες αποτελεί μέλημα για τους βιομηχανικούς κλάδους και τις παραγωγικές αλυσίδες στην Ευρώπη. Ο συγκεκριμένος κατάλογος ακολουθεί αντικειμενική μεθοδολογία και αποτελεί ένα τεκμηριωμένο εργαλείο για τη λήψη μέτρων πολιτικής στο εμπόριο, την καινοτομία και τη βιομηχανία με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών βιομηχανικών κλάδων σύμφωνα με την ανανεωμένη βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη, μεταξύ άλλων με τους εξής τρόπους:
·        προσδιορισμός των επενδυτικών αναγκών που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές πρώτων υλών·
·        καθοδήγηση και υποστήριξη στην καινοτομία για τον εφοδιασμό με πρώτες ύλες στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζοντας 2020» για την έρευνα και την καινοτομία·
·        ανάδειξη της σπουδαιότητας των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για τη μετάβαση σε μια περισσότερο κυκλική οικονομία με χαμηλές εκπομπές άνθρακα και αποδοτική χρήση των πόρων.
Ο κατάλογος αναμένεται επίσης να συμβάλει στην κινητροδότηση της ευρωπαϊκής παραγωγής πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας μέσω της ενίσχυσης των δραστηριοτήτων ανακύκλωσης και, όπου απαιτείται, να διευκολύνει την έναρξη νέων εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Επίσης, επιτρέπει να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μέσω της διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού, από διαφορετικές γεωγραφικές πηγές μέσω εξόρυξης/εξαγωγής, ανακύκλωσης ή υποκατάστασης.
Ο κατάλογος χρησιμοποιείται από την Επιτροπή ως υποστηρικτικό στοιχείο κατά τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών, την αμφισβήτηση μέτρων που δημιουργούν στρέβλωση του εμπορίου, την ανάπτυξη δράσεων έρευνας και καινοτομίας και την υλοποίηση του θεματολογίου 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη και των σχετικών στόχων βιώσιμης ανάπτυξης. Οι πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας αποτελούν προτεραιότητα στο σχέδιο δράσης της ΕΕ για την κυκλική οικονομία προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοτική χρήση και ανακύκλωσή τους. Ο κατάλογος ενδέχεται επίσης να χρησιμεύσει κατά την επανεξέταση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ΕΕ. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί από κράτη μέλη, επιχειρήσεις και επενδυτές σε εθελοντική βάση προκειμένου αυτοί να πληροφορηθούν τους δυνητικούς κινδύνους στον εφοδιασμό με πρώτες ύλες και τις σχετικές ευκαιρίες.
Στην τελευταία ανακοίνωση του 2017 -COM(2017) 490 final- παρουσιάζεται ένας επικαιροποιημένος κατάλογος με 27 πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ, που προέκυψε από μια τρίτη αξιολόγηση. Ακολουθεί τις δύο προηγούμενες ανακοινώσεις για τις πρώτες ύλες, με τις οποίες καταρτίστηκε ένας κατάλογος με 14 πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας το 2011 και ένας αναθεωρημένος κατάλογος με 20 πρώτες ύλες το 2014. Ο κατάλογος των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ υπόκειται σε τακτική επικαιροποίηση τουλάχιστον κάθε τρία έτη, ώστε να αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στην παραγωγή, την αγορά και την τεχνολογία, και ο αριθμός των αξιολογούμενων πρώτων υλών αυξάνεται με κάθε επικαιροποίηση.
Σύμφωνα με τις συστάσεις της έκθεσης του 2014 της ειδικής ομάδας εργασίας σχετικά με τον προσδιορισμό των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, η τρίτη αυτή αξιολόγηση των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας αφορούσε 78 πρώτες ύλες και διεξήχθη με μια βελτιωμένη μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συγκρισιμότητα με τις προηγούμενες μεθοδολογικές προσεγγίσεις (του 2011 και του 2014). Η οικονομική σημασία και οι εφοδιαστικοί κίνδυνοι παραμένουν οι δύο βασικές παράμετροι για τον προσδιορισμό της κρισιμότητας των πρώτων υλών. Οι κυριότερες βελτιώσεις στην αναθεωρημένη μεθοδολογία αφορούν το εμπόριο (εξάρτηση από εισαγωγές και περιορισμοί στις εξαγωγές κατά τον υπολογισμό του κινδύνου στον εφοδιασμό), την υποκατάσταση ως παράγοντα διόρθωσης τόσο της οικονομικής σημασίας όσο και του εφοδιαστικού κινδύνου, και τη λεπτομερή κατανομή των τελικών χρήσεων πρώτων υλών με βάση τις βιομηχανικές εφαρμογές προκειμένου να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία.
Οι πρώτες ύλες, ακόμη και εκείνες που δεν χαρακτηρίζονται κρίσιμης σημασίας, είναι σημαντικές για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς βρίσκονται στην αρχή των αλυσίδων αξίας της μεταποιητικής βιομηχανίας. Η διαθεσιμότητά τους μπορεί να μεταβάλλεται γρήγορα ανάλογα με τις εμπορικές ροές ή τις εξελίξεις στην εμπορική πολιτική, γεγονός που τονίζει τη γενική ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού και την αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης όλων των πρώτων υλών.
Οι 27 πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο νέο επικαιροποιημένο κατάλογο θεωρούνται κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ διότι οι κίνδυνοι ανεπαρκούς εφοδιασμού και οι επιπτώσεις τους για την οικονομία είναι μεγαλύτερα σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες πρώτες ύλες. Ο πίνακας λαμβάνει επίσης υπόψη του την ύπαρξη εγχώριας παραγωγής ορισμένων πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας στην ΕΕ. Ωστόσο, η Κίνα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη βαρύτητα, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην προμήθεια των περισσότερων κρίσιμων πρώτων υλών, όπως οι σπάνιες γαίες, το μαγνήσιο, το βολφράμιο, το αντιμόνιο, το γάλλιο και το γερμάνιο, μεταξύ άλλων. Αρκετές άλλες χώρες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην προμήθεια συγκεκριμένων πρώτων υλών, όπως η Βραζιλία (νιόβιο) και οι ΗΠΑ (βηρύλλιο και ήλιο). Η προμήθεια των μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου συγκεντρώνεται στη Ρωσία (παλλάδιο) και στη Νότια Αφρική (ιρίδιο, λευκόχρυσος, ρόδιο και ρουθήνιο). Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή τη συγκέντρωση της παραγωγής επιτείνονται σε πολλές περιπτώσεις από τον περιορισμένο βαθμό υποκατάστασης και τα χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης. 
Το στοίχημα με τις ΟΠΥ μπαταρίας

Σε μια εποχή, μιας μάλλον θετικά μεταβαλλόμενης οικονομικής κατάστασης και γεωπολιτικών πλουτοπαραγωγικών ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο,  ευρύτερες πολιτικές σκοπιμότητες, κυβερνητικές πρακτικές και   συχνά αντικρουόμενες κοινωνικές τάσεις οδηγούν τελικά σε διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές ενέργειας και στην αυτοκινητοβιομηχανία προς μια βιώσιμη ηλεκτρική οικονομία. Οι δυναμικές αναζητήσεις για τεχνολογική καινοτομία και πράσινη ενέργεια δημιουργούν αυξημένες ανάγκες για νέες και περισσότερες ΟΠΥ γεγονός που απαιτεί πιο εντατική κοιτασματολογική έρευνα, καθώς και αποτελεσματικότερη και αποδικότερη παραγωγική αλυσίδα, κυρίως σε ότι αφορά σε ορυκτά και μέταλλα που΄είναι απαραίτητα και κρίσιμα για την μετάβαση σε βιώσιμες ενεργειακές πηγές. Βασικές προσεγγίσεις και δεδομένα που χαρακτηρίζουν, ελέγχουν και δρομολογούν τις εξελίξεις αυτές διαπιστώνουν ότι:

  • ·     Προβλέπεται αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,7% και 3,8% το 2017 και το 2018 αντιστοίχως, λόγω της ανόδου των παγκόσμιων επενδύσεων και του θετικού κλίματος προς τη βιομηχανική παραγωγή, τη μεταποίηση και το εμπόριο. Οι θετικές παγκόσμιες τάσεις διαμορφώνουν ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες για τις ΟΠΥ και τα προϊόντα τους.
  • ·        Η συμφωνία του Παρισιού και άλλες πρωτοβουλίες για το κλίμα δημιουργούν πολιτικές, νομικές και οικονομικές προϋποθέσεις για ενεργειακή παροχή από ανανεώσιμες πηγές και πυρηνικές πηγές πάνω από το 50% του συνόλου της παγκόσμιας κατανάλωσης μέχρι το 2040.
  • ·       Ο φιλόδοξος στόχος για για να φθάσουν  οι πωλήσεις των ηλεκτρικών οχημάτων στο 30% του μεριδίου αγοράς το 2030 γεγονός που προϋποθέτει και απαιτεί σημαντικές και νέες παρεμβάσεις στις ενεργειακές υποδομές, καθώς και κοιτασματολογική παρουσία και μεταλλευτική παραγωγή των ΟΠΥ που χρειάζονται.
  • ·      Καινοτόμες και ανταγωνιστικές ενεργειακές τεχνολογίες που δημιουργούν διαρκή ζήτηση για νέες ΟΠΥ μπαταριών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βασικά ο χαλκός, το νικέλιο, το λίθιο, το κοβάλτιο, ο γραφίτης, το μαγγάνιο και το βανάδιο.
  • ·    Στην Κίνα, η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής βασίζεται ουσιαστικά στη μεταποίηση, ενισχύοντας την οικονομία με αύξηση 6,9% για να διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία της στη μεταποιητική παραγωγή.
  • ·      Υπάρχουν διαθέσιμες σήμερα πολλές, και ακόμη περισσότερες που εκτελούνται και θα άλλες που θα εκτελεστούν, έρευνες και μέλετες που όλες καταλήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα, ότι δηλαδή η ζήτηση των ΟΠΥ μπαταρίας θα τείνει διαρκώς αυξανόμενη και ότι η αξία τους στην αγορά θα εκτοξεύεται σε διαστημικές πτήσεις και επίπεδα. Συγκεκριμένα, 


o   Η παραγωγική παρουσία του χαλκού εξακολουθεί να εμφανίζεται ελλειματική κατά 31% περίπου σε σχέση με τη ζήτηση που υπάρχει σήμερα.  Στο πρώτο εξάμηνο του 2017 καταγράφηκε έλλειμμα 75.000 τόνων που συνδέεται τόσο στην περιορισμένη μεταλλευτική παραγωγή όσο και στην υστέρηση εντοπισμού  νέων αποθεμάτων. Η τιμή του χαλκού στο 2017 αυξήθηκε κατά 27%  με φανερές τις τάσεις για περαιτέρω ανοδική πορεία κυρίως λόγω της σχέσης του με την βιομηχανία μπαταριών. Συνεπώς δημιουργείται μεσοπρόθεσμα η ανάγκη εντατικότερης κοιτασματολογικής έρευνας χαλκού.
o   Η τιμή αγοράς του νικελίου μέσα στο 2017 αυξήθηκε κατά 23%. : Παρά την έντονη καινοτόμο ζήτηση από τεχνολογίες μπαταριών, η βασική του χρήση παραμένει ο ανοξείδωτος χάλυβας. Ωστόσο, απαιτείται συνεχής επένδυση στην κοιτασματολογική έρευνα για τον εντοπισμό νέων  θειούχων μεταλλευμάτων και διατήρηση της εξορυκτικής παραγωγής σε υψηλά επίπεδα. Οι τεχνολογικές τάσεις προς υψηλότερες αναλογίες νικελίου-μαγγανίου-κοβαλτίου αναμένεται να αυξήσουν  ακόμη την ζήτηση και κατανάλωση νικελίου.
o   Η κατανάλωση λιθίου αναμένεται να αυξηθεί τριπλάσια κατά την επόμενη δεκαετία στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ηλεκτροκίνησης. Η τιμή του στο 2017 αυξήθηκε κατά 36%.
o   Η διαδικασία μεταλλευτικής παραγωγής κοβαλτίου παραμένει προβληματική, συχνά παράνομη, δεν ακολουθεί ηθικές αρχές και αξίες υπεύθυνης εξόρυξης, αλλά και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιώμάτων αφού σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχα κάτω από τον έλεγχο των κοιτασμάτων της  Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Κάποιες αξιόλογες και διαφανείς επιχειρηματικές προσπάθειες εξόρυξης και νέα έργα στην Αυστραλία και Καναδά αποτελούν θετική εξέλιξη αλλά δεν φαίνεται να λύνουν άμεσα τις τρέχουσες ανάγκες. Μέσα στο 2017 η τιμή του κοβαλτίου παρουσίασε αστρονομική άνοδο αυξανόμενη κατά 114%.
o   Οι τιμές του γραφίτη και βαναδίου αυξήθηκαν αντίστοιχα με 32% και 74% μέσα στο 2017.

·   Είναι φανερό  πως τρέχουσες βιομηχανικές τάσεις, ιδιαίτερα οι καθαρές τεχνολογίες και οι τεχνολογίες μείωσης του άνθρακα, παρεμβαίνουν «ανατρεπτικά» στους παραδοσιακούς τομείς της μεταλλευτικής παραγωγής, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της δυναμικής αξιοποίησης ορισμένων νέων κρίσιμων ΟΠΥ σε καινοτόμες βιομηχανικές εφαρμογές, όπως είναι οι χρήσεις στην κατασκευή μπαταριών λιθίου.

Μετάβαση σε τεχνολογίες ήπιων μορφών ενέργειας

Είναι φανερό ότι η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί πλέον παγκόσμια επιδίωξη. Νέες τεχνολογικές ανάγκες αυξάνουν διαρκώς τη ζήτηση συγκεκριμένων ΟΠΥ. Οι νέες τεχνολογίες ενέργειας που συνδέονται  με φωτοβολταϊκά συστήματα, σύγχρονα ηλεκτρικά δίκτυα, αξιοποίηση βιοκαύσιμων στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην χρήση την  σπανίων γαιών, κοβαλτίου, ρουθηνίου. 
Προκειμένου για παράδειγμα να παραχθούν οι επονομαζόμενοι μόνιμοι μαγνήτες, που χρησιμοποιούνται κυρίως για ανεμογεννήτριες και ηλεκτρικά οχήματα, χρειάζονται νεοδύμιο (Nd) και πρασεοδύμιο (Pr) - και τα δύο μετάλλα της ομάδας σπανίων γαιών. Η ανάγκη για το νεοδύμιο και το πρασεοδύμιο εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου 250% κατά την επόμενη δεκαετία. Η ποσότητα  σπανίων γαιών που χρειάζεται για την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, είναι 1-2 κιλά περισσότερη από αυτή των συμβατικών. Η αύξηση της ζήτησης έχει φυσικά επηρεάσει και την εξέλιξη των τιμών. Για παράδειγμα, η τιμή των τιμών σπανίων γαιών νεοδυμίου και πρασεοδυμίου αυξήθηκε κατά περίπου 60% μέσα στο διάστημα Ιουλίου- Σεπτεμβρίου 2017.
Το 2017, περίπου 4 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα έχουν πωληθεί. Μέχρι το 2030, οι πωλήσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα φθάσουν τα 50 εκατομμύρια το χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι, για να υπάρξούν διαθέσιμες οι απαιτούμενες ποσότητες  νεοδύμιου και πρασεοδύμιου, θα πρέπει να εξορύσσονται και να παράγονται αντίστοιχα πολύ μεγαλύτερες ποσότητες σπάνιων γαιών. Η ίδια τάση και όροι ισχύουν επίσης για το λίθιο και το κοβάλτιο.

Βιώσιμες πρακτικές απέναντι σε αντιφατικές προσεγγίσεις   

Η επίτευξη των στόχων για την τήρηση του χρονοδιαγράμματος που αφορούν στις αποφάσεις του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, τη μετάβαση σε «καθαρές» τεχνολογίες και πηγές ενέργειας, την εφαρμογή της πράσινης οικονομίας, τις προκλήσεις που συνδέονται με την καθιέρωση μιας βιώσιμης ή της πρόσφατα αποκαλούμενης ηλεκτρικής κοινωνίας, δεν είναι δυνατή χωρίς την κοιτασματολογική παρουσία και μεταλλευτική παραγωγή των κρίσιμων, και όχι μόνον, για την Ευρώπη ΟΠΥ.  Μόνο με την εξασφάλιση και διασφάλιση ικανών ποσοτικά και ποιοτικά αποθεμάτων των συγκεκριμένων ΟΠΥ μπορεί να υπάρξει μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή εποχή με διαφορετικά δεδομένα και προοπτικές σε ότι αφορά στις επιλογές και τη στρατηγική της βιομηχανικής παραγωγής. Η προοδευτική και θετική εξέλιξη μιας τέτοιας πορείας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την λογική, το τρόπο, το περιεχόμενο και την ορθότητα των αποφάσεων που παίρνονται. Και κυρίως ποιο ή ποια  είναι τα κριτήρια βάση των οποίων μια κυβέρνηση, μια κοινωνία, ένας οργανισμός σχεδιάζουν, αποφασίζουν και δρομολογούν. Είναι σήμερα κεκτημένο και αποτελεί θεσμοθετημένη πρακτικά τακτική και λειτουργία, οι κυβέρνησεις να χρειάζονται μερικά δευτερόλεπτα για να πάρουν μια απόφαση γύρω από θέματα ενέργειας σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, ενώ την ίδια στιγμή καθυστερούν χρονικά ή αρνούνται την αδειοδότηση παραγωγικής αξιοποίησης και εξόρυξης ΟΠΥ. Ακόμη και αυτών που είναι κρίσιμες και απαραίτητες ώστε η ενεργειακή μετάβαση να καταστεί εφικτή. Οι ίδιες κυβερνήσεις, και αυτό αφορά δυστυχώς, λιγότερο ή περισσότερο το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, λαμβάνουν έτσι αντιφατικές αποφάσεις για δύο θέματα που αποδεδειγμένα βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση το ένα από το άλλο. Και βέβαια αυτό οφείλεται κυρίως σε μία πλήρη και παρατεταμένη σύγχυση ή στρεβλή αντίληψη της κοινωνίας ή καλύτερα ομάδων της, που επιμένουν να κοιτούν προς μία κατεύθυνση και προορισμό και αδιαφορούν για τα μέσα που χρειάζονται για να φθάσουν εκεί. Για την μετάβαση σε ήπιες μορφές ενέργειας, απαιτούνται ειδικές τεχνολογίες που χρειάζονται για την εφαρμογή τους συγκεκριμένα ορυκτά και μέταλλα. Και άντε η κοινωνία, που έχει τη δική της διαφορετικότητα και ιδιαιτερότητες, μπορεί να χρειάζεται το χρόνο της για να κατανοήσει όλες τις πλευρές του θέματος. Το προβλημα εδώ βρίσκεται στην πολιτική εξουσία που έχει και την ευθύνη των αποφάσεων. Αντί λοιπόν της καλύτερης ενημέρωσης της κοινής γνώμης επιλέγει τον εύκολο δρόμο της σκοπιμότητας και της αγοράς παραπέρα πολιτικού χρόνου για τον εαυτό της. Αν λοιπόν η Ευρώπη εννοεί σοβαρά ότι οδεύει προς μια κλιματικά φιλική οικονομία και κοινωνία, πρέπει τότε να αξιοποιήσει άμεσα και παραγωγικά τα στρατηγικά κοιτάσματα κρίσιμων ΟΠΥ, και όχι μόνον, που εντοπίζονται στο έδαφος και υπέδαφος της. Οφείλει δηλαδή να επιταχύνει και να διευκολύνει τις αδειοδοτικές διαδικασίες, εκσυγχρονίζοντας τις εθνικές μεταλλευτικές πολιτικές ώστε να προχωρήσουν άμεσα και αποτελεσματικά οι εξορύξεις εκμετάλλευσης, μέσα πάντοτε από όρους βιώσιμης διαχείρισης και λειτουργίας, καθώς και υπέυθυνης μεταλλευτικής παραγωγικής αλυσίδας. Διαφορετικά δεν θα φθάσει ποτέ στην ενεργειακή βιωσιμότητα, η κατασκευή του μεγάλου αριθμού ηλεκτρικών αυτοκινήτων που σχεδιάζεται θα μείνει στα χαρτιά, και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παιδικής εργασιακής εκμετάλλευσης, που τοσο πολύ οι χώρες της Ευρώπης, τουλάχιστον ρητορικά ισχυρίζονται ότι θέλουν να εξολοθρεύσουν, θα επιδυνωθεί ακόμη περισσότερο. Είναι λοιπόν η γεωλογική έρευνα και εξόρυξη των πρωτογενών κοιτασμάτων κρίσιμων ΟΠΥ της Ευρώπης ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη και απαραίτητη προϋπόθεση για τους παρακάτω λόγους:       
·        Θα αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικό και ορθολογικό τρόπο το θέμα των κρίσιμων ΟΠΥ έτσι ώστε σταδικά ο αριθμός τους να μειώνεται αντί να αυξάνει. Το γεγονός ότι από το 2011, έχουμε μαζί με το σημερινό 3 διαφορετικούς καταλόγους κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ και ότι όλα τα 14 που συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο του 2011 συμπεριλαμβάνονται και στον πρόσφατο κατάλογο του 2017, σημαίνει ότι μετά από 6 χρόνια δεν είχαμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τις προϋποθέσεις, έτσι ώστε κάποιες να μην θεωρούνται πια κρίσιμες.
·        Το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι η προσέγγιση κοιτασματολογικής έρευνας των κρίσιμων ΟΠΥ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και κάποια στιγμή θα χρειαστεί περαιτέρω αποσαφήνιση της Οικονομικής Γεωλογίας για να υπάρξουν αξιόπιστες εκτιμήσεις του αποθεματικού δυναμικού καθώς και οικονομοτεχνικές προτάσεις  εκμετάλλευσης.
·        Η παρατεταμένη έλλειψη κοιτασμάτων,  περιορισμένη παραγωγή και καθυστερημένη προμήθεια ορισμένων μετάλλων, ιδιαίτερα του λιθίου και του κοβαλτίου, θα μπορούσε να προκαλέσει επιβράδυνση της παραγωγής μπαταριών ιόντων λιθίου και ακύρωση κατασκευής ηλεκτρικών αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων.
·        Η βιομηχανία αυτοκινήτων και κάθε άλλη βιομηχανία, πάντα πρόθυμες και «ετοιμοπόλεμες», «εκμεταλλεύονται» κάθε ευκαιρία και περίσταση που τους δίνεται από το εκάστοτε πολιτικό σύστημα, φτιάχνουν και λανσάρουν ένα «φιλικό προς το κλίμα» προφίλ, επιλέγωντας να πωλήσουν ένα τρόπο ζωής (life style) αντί να ενδιαφερθούν και να ασχοληθούν με τα ζητήματα που αναφέρονται στην προβληματική παροχή των κρίσιμων ΟΠΥ που χρειάζονται.
·        Παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού των μεταλλευτικών πολιτικών και των ρυθμίσεων χρήσεων γης με έμφαση στηνκοιτασματολογική  προστασία των κρίσιμων ΟΠΥ.
·        Λαμβάνοντας υπόψη την μακρόχρονη περίοδο, που από την κοιτασματολογική έρευνα μέχρι την έναρξη εξόρυξης διαρκεί περίπου 15 χρόνια, αλλά και τον χρόνο που απαιτείται από εκεί και πέρα για την πλήρη λειτουργία της παραγωγικής  αλυσίδας κάθε κρίσιμης ΟΠΥ, οι τεχνολογίες στις οποίες αφορούν και για τις οποίες προορίζονται κινδυνεύουν να μην μπορέσουν να εφαρμοστούν μέσα στα χρονικά όρια που προβλέπονται από διάφορες αποφάσεις και διακυρήξεις.
·     Σε ότι αφορά στο κοβάλτιο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οφείλουν να πάρουν αποφάσεις άμεσα σχετικά με την εξόρυξη κοβαλτίου από ευρωπαϊκά κοιτάσματα ώστε να ελεγχθεί και να σταματήσει η διαρκώς διευρυνόμενη παιδική εργασία στην Αφρική.
·   Κατά την επόμενη δεκαετία, η ανακύκλωση είναι απίθανο να συμβάλει ουσιαστικά στην παγκόσμια  και ευρωπαϊκή προμήθεια σπανίων γαιών και άλλων κρίσιμων ΟΠΥ, κυρίως επειδή,.
  •    Εκτιμάται ότι απαιτείται περίοδος περίπου 5-10 ετών για την δημιυθργία μιας πρακτικά λειτουργικής ανακύκλωσης.
  •     Γενικά, η επιλογή κατάλληλης διαδικασίας διαχωρισμού και μεταλλουργίας παραμένει  σημαντικό πρόβλημα και πρόκληση.
  • Αν και η ανακύκλωση είναι απίθανο να καλύψει το μεγάλο χάσμα μεταξύ της προβλεπόμενης  ζήτησης και της προσφοράς έως το 2050, μακροπρόθεσμα, η δευτερογενής προμήθεια από την ανακύκλωση μπορεί με χρονικό ορίζοντα το  2100 να καλύψει σχεδόν το 50% της ζήτησης.
  • Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις ανακύκλωσης θα προσπαθήσουν να ανακτήσουν περισσότερο κοβάλτιο από τις χρησιμοποιημένες μπαταρίες. Το κοβάλτιο από μπαταρίες ιόντων λιθίου θα μπορούσε να φτάσει τους 22.500 τόνους το 2025, από 8.700 τόνους τ  2017. ο 2017.

Πηγές