Μη Ενεργειακές Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΜΕΟΠΥ)
Η Ευρωπαϊκή ΕΒΜΕΟ παρουσιάζει ετήσιο προϋπολογισμό 40 δις ευρώ και απασχολεί άμεσα 270.000 εργαζόμενους στο σύνολο 16.629 επιχειρήσεων. Η αυξανόμενη ζήτηση και βιομηχανική χρήση των ορυκτών σε «καθημερινά» προϊόντα και καταναλωτικές ανάγκες για τους πολίτες καθιστούν τις ΜΕΟΠΥ εξαιρετικά σημαντικές και απαραίτητες στην βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής. Η ευρωπαϊκή ζήτηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγή, με την Ε.Ε. να είναι προς το παρόν εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών με το ετήσιο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο για το 2007 να ανέρχεται σε 11 δις. ευρώ. Αυτό αναφέρεται κατά 90%(10 δις.ευρώ) στα μεταλλικά ορυκτά, ενώ για τα βιομηχανικά ορυκτά το αναλογικό έλλειμμα είναι 798 εκ.ευρώ και τα δομικά υλικά 456 εκ. ευρώ. Στα περισσότερα στρατηγικά μέταλλα υπάρχει πλήρης εξάρτηση, ενώ η «παγκόσμια» καταναλωτική και παραγωγική εμπλοκή της Κίνας. της Ινδίας, της Ρωσίας και της Βραζιλίας (αποκαλούνται και είναι γνωστές όλες μαζί με το όνομα BRIC - Brazil, Russia, India, China) δεν κάνουν τα πράγματα καλύτερα. Από την άλλη πλευρά η ευρωπαϊκή μεταλλευτική βιομηχανία με την επαναξιοποίηση και την διαχειριστική βελτίωση των αποβλήτων που παράγει, εναρμονίζεται ολοένα και περισσότερο με τους όρους βιώσιμης ανάπτυξης και περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, επενδύουν ήδη στην νέα στρατηγική κοιτασματολογικής προσέγγισης των «εν γένει» πρωτογενών και δευτερογενών πηγών ΜΕΟΠΥ επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν το μεταλλευτικό τους δυναμικό και παραγωγή.
Στην χώρα μας, παρά την μείωση του ρυθμού απασχόλησης στα τελευταία 20 χρόνια, η μεταλλευτική δραστηριότητα και η περαιτέρω αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, παραμένουν στις βασικές αναπτυξιακές προτεραιότητες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνονται στον απολογισμό του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) για το 2007, παρατηρείται παραγωγική σταθερότητα στις περισσότερες ΜΕΟΠΥ όπου στις πρώτες θέσεις μαζί με τον λιγνίτη, τα αδρανή υλικά και τα μάρμαρα, βρίσκονται ο βωξίτης, τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, οι ποζολανικές γαίες, ο μπεντονίτης, ο περλίτης, ο γύψος και η κίσσηρις. Για το 2006 η συνολική αξία των πωλήσεων ανήλθε σε 1,2 δις ευρώ, το 74% (δηλαδή 850 εκ. ευρώ περίπου) του οποίου αφορά σε εξαγωγές. Απασχολούνται 23.000 εργαζόμενοι και υπάρχουν ακόμη περισσότερες από 100.000 θέσεις εξαρτημένης εργασίας. Με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις είναι πλέον απαραίτητο να χαραχθούν οι στρατηγικές επιλογές για το μέλλον, και να ορισθεί ο «οδικός χάρτης» βέλτιστης αξιοποίησης και βιώσιμης εκμετάλλευσης συγκεκριμένων ελληνικών ΟΠΥ, με χαρακτηριστικά εθνικού ή/και περιφερειακού συγκριτικού πλεονεκτήματος και υπεροχής. Κοιτασματολογικοί στόχοι που βρίσκονται στο επίκεντρο του μεταλλευτικού ενδιαφέροντος και χρήζουν συστηματικότερης παραγωγικής προσέγγισης, με τους όρους της ορθολογικής εκμετάλλευσης, θα πρέπει να είναι όλοι αυτοί που καλούνται να στηρίξουν την βιώσιμη λειτουργία της ελληνικής ΕΒΜΕΟ και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις νέων επενδύσεων.
Τρέχουσα παραγωγική δραστηριότητα στην Κεντρική Μακεδονία
Η ορυκτός πλούτος της Κεντρικής Μακεδονίας (ΚΜ) συμβάλλει σημαντικά στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της Εξορυκτικής Βιομηχανίας Μη Ενεργειακών Ορυκτών (ΕΒΜΕΟ) της χώρας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από τον απολογισμό του ΣΜΕ για το 2007, το περίπου 23% των ΜΕΟΠΥ στην Ελλάδα παράγεται από κοιτασματολογικές πηγές μεταλλικών, βιομηχανικών, λατομικών και αδρανών ορυκτών της ΚΜ. Το αντίστοιχο ποσοστό στις πωλήσεις και τις εξαγωγές βρίσκεται λίγο πάνω από το 10%. Τα μεγέθη αυτά είναι ιδιαίτερα αξιόλογα με δεδομένη στην ΚΜ την απουσία εκμετάλλευσης βωξίτη, σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων και μπεντονίτη/περλίτη που αποτελούν τα κυρίαρχα εξαγωγικά προϊόντα της ελληνικής ΕΒΜΕΟ. Από την άλλη πλευρά η ΚΜ φιλοξενεί και χαρακτηρίζεται από την αποκλειστική παραγωγική παρουσία ΜΕΟΠΥ που δεν εντοπίζονται σε άλλες περιφέρειες τις χώρας και καλύπτουν εγχώριες ανάγκες ή απευθύνονται σε διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται,
- η παραγωγή συμπυκνωμάτων μολύβδου και ψευδαργύρου από πολυμεταλλικό θειούχο κοίτασμα στο μεταλλείο Μαύρων Πετρών και τις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις Στρατωνίου στην ΒΑ Χαλκιδική. Το 2007 εξορύχτηκαν 214.000 τόνοι μεταλλεύματος και παράχθηκαν 144.000 τόνοι συμπυκνωμάτων
- η παραγωγή δίπυρης και καυστικής μαγνησίας από τα μεταλλεία λευκόλιθου Γερακινής που αντιπροσωπεύει το 8% της αντίστοιχης ευρωπαϊκής
- η παραγωγή τελικών προϊόντων χαλαζία και αστρίων με προοπτικές αξιοποίησης σε νέα πεδία βιομηχανικών εφαρμογών
- η παραγωγή ποζολανικής πρώτης ύλης με βασικό αποδέκτη την τσιμεντοβιομηχανία
- η παραγωγή διακοσμητικών πετρωμάτων και λευκών ανθρακικών με εφαρμογές πληρωτικών υλικών, από τις μαρμαροφόρες περιοχές Βερμίου
- η παραγωγή πετροβάμβακα με πρώτη ύλη τα αμφιβολιτικά πετρώματα της περιοχής Νιγρίτας
Σε συνδυασμό και συχνά σε οικονομοτεχνική σχέση με τα παραπάνω βρίσκονται,
- τα σημαντικά αποθέματα χρυσού στα πολυμεταλλικά θειούχα κοιτάσματα της ΒΑ Χαλκιδικής και άλλων περιοχών της ΚΜ, λαμβάνοντας υπόψη και το παρατεταμένα ευνοϊκό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον
- ο εντοπισμός μεταλλοφοριών χαλκού με κοιτασματολογικό και πλουτοπαραγωγικό ενδιαφέρον σε αρκετές περιοχές της ΚΜ
- η παρουσία δουνιτικών πετρωμάτων και απορριμμάτων στο περιβάλλον εξόρυξης λευκολίθου, που αποτελούν «εν δυνάμει» κοιτασματολογική πηγή για την παραγωγή ολιβίνη
- τα απορρίμματα/παραπροϊόντα των λατομείων μαρμάρου στο Βέρμιο που αποτελούν δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές για πιθανή παραγωγή λευκών ανθρακικών
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου