Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Πρωτοβουλία για τις μη ενεργειακές ορυκτές πρώτες ύλες

Τον Νοέμβριο του 2008, έχοντας στην πορεία και την συγκατάθεση και σύμφωνη γνώμη του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής G. Veurheugen, υιοθετήθηκε και δημοσιοποιήθηκε η νέα ευρωπαϊκή πολιτική με τίτλο «Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (ΠΠΥ) – Κάλυψη των βασικών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» (Brussels, 4/11/2008, COM (2008) 699 final, The Raw Materials Initiative (RMI) - meeting our critical needs for growth and jobs in Europe, {SEC (2008) 2741}). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πολιτικής, για ολοκληρωμένη και βιώσιμη ανάπτυξη του Ορυκτού Πλούτου της Ευρώπης, προτείνονται και εντάσσονται τρεις στρατηγικοί πυλώνες στους οποίους η Ευρώπη θα πρέπει να δώσει έμφαση και να εφαρμόσει :

Πρώτος πυλώνας : Εξασφάλιση πρόσβασης στις πρώτες ύλες από τις διεθνείς αγορές µε τους όρους που ισχύουν για άλλους ανταγωνιστές.
Δεύτερος πυλώνας : Καθορισμός και διαμόρφωση κατάλληλων προϋποθέσεων και την προώθηση συγκεκριμένων δράσεων για παραγωγική βιωσιμότητα των πρώτων υλών από ευρωπαϊκές πηγές.
Τρίτος πυλώνας : Ενίσχυση γενικά της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων και νέων κοιτασμάτων, και αύξηση της ανακύκλωσης µε σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης πρωτογενών πρώτων υλών από την Ε.Ε. και ελάττωση της σχετικής εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Η νέα αυτή ευρωπαϊκή στρατηγική, αναγνωρίζοντας τη σημασία της σταθερής και ανεμπόδιστης διάθεσης Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΜΕΟΠΥ) στην Ευρώπη για τη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και την ποιότητα ζωής των πολιτών της, αναθεωρεί τις πολιτικές των προηγούμενων ετών που οδήγησαν σε ύφεση την εξορυκτική βιομηχανία, προτείνει μέτρα διασφάλισης για πρόσβαση στους αναγκαίους φυσικούς πόρους και δίνει μεγάλη έμφαση στην αποθεματική και παραγωγική αυτάρκεια, τόσο με την εκμετάλλευση πρωτογενών Ευρωπαϊκών πηγών ΜΕΟΠΥ με όρους αειφορίας, όσο και στην αξιοποίηση δευτερογενών πηγών, όπως είναι τα απορρίμματα. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής οφείλει να δραστηριοποιηθεί και η Ελλάδα προσβλέποντας στη δημιουργία νέων ευκαιριών επένδυσης στον τομέα της εξορυκτικής βιομηχανίας από τις οποίες θα δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας στην Περιφέρεια.

Σύμφωνα με σχετική έκθεση της ευρωπαϊκής Διεύθυνσης Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (DG Enterprise and Industry) σαν μη ενεργειακές ορυκτές πρώτες ύλες χαρακτηρίζονται τα μεταλλικά, τα βιομηχανικά, τα λατομικά ορυκτά ή αλλιώς δομικά υλικά (διακοσμητικά πετρώματα, δομικοί λίθοι, αδρανή υλικά), καθώς και τα «εν γένει» απορρίμματα/παραπροϊόντα που προέρχονται από τα παραπάνω, αποτελούν δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές και υπάγονται επίσης στην Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (Raw Material Initiative).

Η διαχρονική αξιοποίηση των ΜΕΟΠΥ, με αναφορά στα μεταλλικά, βιομηχανικά, λατομικά ορυκτά, έχει συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα, σε μια μεταβατική περίοδο αναμόρφωσης της βιομηχανικής παραγωγής, η εκμετάλλευση των ΜΕΟΠΥ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό καθημερινές αλλά και γενικότερες ανάγκες των πολιτών, και συνεισφέρει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Υπολογίζεται ότι κάθε ευρωπαίος χρειάζεται 16 τόνους ορυκτών τον χρόνο, την στιγμή που το 70% των αναγκαίων πρώτων υλών για την ευρωπαϊκή βιομηχανία εισάγεται από τρίτες χώρες. Ενώ λοιπόν η Ευρώπη καταναλώνει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής μεταλλικών ορυκτών παράγει μόνο το 3%, όταν οι εκτιμήσεις για τα επόμενα 10 χρόνια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ζήτηση τείνει διαρκώς αυξανόμενη.

Γενικά είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι ζούμε σε ένα κόσμο ορυκτών. Όλα σχεδόν τα υλικά που χρησιμοποιούμαι και τα προϊόντα που παράγουμε αποτελούνται από μέταλλα και βιομηχανικά ορυκτά. Κάθε ευρωπαίος πολίτης στην διάρκεια της εβδομηντάχρονης ζωής του χρησιμοποιεί κατά μέσο όρο 460 τόνους άμμο και χαλίκια, 166 τόνους πετρέλαιο, 39 τόνους ατσάλι και 1 τόνο χαλκό. Η κατασκευή δρόμου ενός χιλιομέτρου απαιτεί 30.000 τόνους αδρανή υλικά. Τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια αδρανή υλικά διατίθενται κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες απαιτούν τον εντοπισμό και αξιοποίηση νέων κοιτασματολογικών αποθεμάτων συχνά σε νέες περιοχές και περιβάλλοντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου