Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Στηρίζω Ελλάδα, Διαλέγω Ευρώπη

Είναι φανερό και προκύπτει ξεκάθαρα ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των δανείων πηγαίνει για να ξεπληρώσει το χρέος και ένα σημαντικό μέρος στην ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά ξενίζει το χαμηλό ποσό που φαίνεται να προβλέπεται στο νέο δανειακό πακέτο για επενδύσεις σχετικές με την εξυγίανση και οικονομική υποστήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποδεδειγμένα αναπτύσσουν την καινοτομία, κινούν την αγορά, υπηρετούν την παραγωγική οικονομία και δημιουργούν ποιοτικές θέσεις εργασίας. Στο κάτω μέρος του σχήματος παρουσιάζεται σε διάγραμμα η εξέλιξη του χρέους διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Η τρέχουσα αξιολόγηση θα κλείσει και μάλιστα σχετικά σύντομα. Είναι όμως σίγουρο ότι παρόμοιες καταστάσεις έντασης και φόρτισης θα υπάρξουν και στο μέλλον εφόσον τα πράγματα παραμένουν το ίδιο ρευστά και αντιφατικά. Θέλω εδώ να μεταφέρω τις δικές μου απόψεις και σκέψεις στη βάση προσωπικών και αυτοκριτικών αναλύσεων και ερμηνειών, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα στον καθένα να έχει τις δικές του προσεγγίσεις.

Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω από την αρχή, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, ότι είμαι βαθιά ευρωπαϊστής, με τάσεις και πεποιθήσεις πολίτη του κόσμου. Πιστεύω ακράνδατα στο πρότζεκτ της ενοποιημένης Ευρώπης, σαν το πιο ριζοσπαστικό προοδευτικό και δυναμικό εγχείρημα και πρωτοβουλία που συνέβη στη σύγχρονη ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν σίγουρο πως ο δρόμος και το ταξίδι θα παρουσίαζαν πολλές δυσκολίες, αλλά έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι αυτό που μετράει είναι η διατήρηση του οράματος, η καθαρότητα του ορίζοντα και ο τελικός προορισμός. Στηρίζω λοιπόν μια Ευρώπη που σέβεται τις εθνικές κουλτούρες και τα κυριαρχικά δικαιώματα, μάχεται για την κοινωνική αλληλεγγύη, στηρίζει τα ανοικτά σύνορα και το δημοκρατικό δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης των λαών, αντιμετωπίζει με αποτελεσματικό και ισόνομο τρόπο τις προκλήσεις της εποχής και δημιουργεί ίσες αναπτυξιακές προϋποθέσεις και ευκαιρίες οικονομικής προόδου με κοινό παρανομαστή τον υψηλό δείκτη ποιότητας ζωής όλων των ευρωπαίων πολιτών. Θεωρώ ότι οποιεσδήποτε κινήσεις έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο της χώρας μας θα επιφέρουν καταστροφικές επιπτώσεις στον τόπο και τους πολίτες. Όποια λογική αντιμετωπίζει το θέμα στη βάση « η Ευρώπη είναι το πρόβλημα και η έξοδος από αυτή η λύση του» αποτελεί υπεραπλοποίηση της κατάστασης και κυριώς υπεκφυγή από τις πραγματικές αιτίες και αφαίρεσης του δικαιώματος ίσου καταμερισμού των ευθυνών. Και εξηγούμαι.

Σε μια γενική θεώρηση το πρόβλημα του οποίου «εκ των πραγμάτων» είσαι μέρος το λύνεις σωστά και αποτελεσματικά όταν το αναλύεις, το κατανοείς και το αποδέχεσαι ο ίδιος. Αν ενώ συμμετείχες στη δημιουργία του, το αντιμετωπίζεις αδιάφορα σαν να μην σε αφορά, τότε συμβαίνει να προσφεύγεις σε εύκολες λύσεις, όπως για παράδειγμα η μεταφορά των όποιων , σε τρίτους που κάθε φορά αλλάζουν είδος και επίπεδο. Με άλλα λόγια εξωτερικεύεις ένα εσωτερικό δικό σου πρόβλημα. Και για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και να τα δούμε πιο συγκεκριμένα μέσα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της πατρίδας μας, είναι φανερό ότι όι εθύνες βαραίνουν κάθε φορά και συχνά μέσα σε διάστημα μερικών δευτερολέπτων, τρίτους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.

Φταίνε οι πολιτικοί μας. Καμμιά αντίρρηση, και μάλιστα φέρνουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης σαν κάτοχοι της εξουσίας και χειριστές λήψης των αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά τους έχουμε αλλάξει δεκάδες φορές, αλλά τα πρόβληματα δεν βρίσκουν λύσεις και η κατάσταση αντί για καλύτερη γίνεται χειρότερη. Έφυγαν οι παλιοί και ήρθαν καινούριοι. Ξαναήρθαν οι παλιοί και από πίσω άλλοι πιο καινούριοι. Εκτός από κάποιες λεκτικές εφεύρεσεις, όπως για παράδειγμα μετονομασία της Τρόϊκα σε Θεσμούς, το μνημονιακό καθεστώς παραμένει. Συνεπώς το μοναδικό λογικό συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει κανείς είναι ότι δεν έχει σημασία ποιοι κυβερνούν αφού όλοι προέρχονται από την ίδια δεξαμενή. Δεν έχουν σημασία τα πρόσωπα αλλά η κεκτειμένη νοοτροπία και τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς που απλώνεται και αφορά το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας. Αυτής που εμείς δημιουργήσαμε με βασικά χαρακτηριστικά την κατάχρηση της εξουσιας σε όποιο βαθμό και όποτε την αποκτήσουμε, και ο συντεχνιακός νεοπλουτισμός που δεν έλαβε ποτέ υπόψη του ή δεν νοιαζότανε για τα εμφανή οικονομικά πρόβληματα της χώρας.
Φταίει η Ευρώπη, κάτι που μπορεί κάποιος επίσης να ισχυριστεί. Αλλά από την άλλη μεριά πως και γιατί. Με ποιο συγκεριμένο τρόπο. Και αν δούμε τα πράγματα ψύχραιμα και με καθαρό μυαλό, μάλλον καλά και ευγενικά μας φέρθηκαν. Προκύπτει λοιπόν από διάσπαρτα στοιχεία ότι η Ελλάδα ήταν διαχρονικά από τις πλέον ωφελημένες χώρες. Δείχνουν λοιπόν πως τα συνολικά έσοδα της χώρας μας από κοινοτικές επιχορηγήσεις προσέγγισαν τα 200 δισ. ευρώ. Άλλα 40 δισ. ευρώ αναμένεται να λάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου μέχρι το 2020. Στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια από το 2010 στο πλαίσιο της τρόικας, ύψους 240 δισ. ευρώ, τα οποία η χώρα μας καλείται να επιστρέψει. Με όρους «καθαρού δημοσιονομικού οφέλους», των συνολικών δηλαδή απολαβών του κράτους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό μείον τη συνολική συνεισφορά του σε αυτόν, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο όφελος για την περίοδο 2007-10.    Ακολουθούν η Πολωνία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.  Αν  εξαιρεθεί το Λουξεμβούργο λόγω της εγκατάστασης εκεί (και στο Βέλγιο) των κοινοτικών οργάνων, η χώρα της οποίας οι συνολικές εισπράξεις από τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της (σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης) είναι πάλι η Ελλάδα (3,3%), ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από τις Λιθουανία, Πορτογαλία και Λετονία». Όσο για τα έσοδα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), εδώ η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση γιατί την υποσκέλισε η Ιρλανδία. Η τελευταία έλαβε από την ΚΑΠ την περίοδο 2007 – 2010 354 ευρώ ανά κάτοικο, η Ελλάδα 287 ευρώ ανά κάτοικο και η Δανία 210 ευρώ ανά κάτοικο. Όλα αυτά τα χρήματα δόθηκαν για να υπάρξει σταδιακά αναπτυξιακή και οικονομική σύγκλιση με τις περισσοτερο ανεπτυγμένες οικονομίες του ευρωπαϊκού βορρά, που δεν έγινε φυσικά ποτέ. Το ερώτημα είναι που πήγαν όλα αυτά τα δισεκατομμύρια. Προφανώς κατασπαταλήθηκαν και κακοδιαχειρίστικαν σε λάθος κατεύθυνση και προορισμό από ένα κράτος κακό «επιχειρηματία» και σχεδιαστή, και ένα αντιπαραγωγικό κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα. Στα απλά μαθηματικά η εξίσωση αυτή οδηγεί σε διαπλοκή. Ή αν θέλετε το διάνυσμα που προκύπτει είναι αναπτυξιακά καθοδικό, και έτσι κλείνω εδώ αυτό το θέμα.Ποιος φταίει λοιπόν που μετά από τόσα χρόνια δεν κατορθώσαμε να νοικοκυρέψουμε την χώρα μας και γιατί να φορτώνουμε σε άλλους την δική μας ανικανότητα καλής διαχείρισης του σπιτιού μας. Οι τρεις Βαλτικές χώρες μπήκαν στην Ένωση πιο αργά βρήκαν τον δικό τους σταθερό ρυθμό όπως ταιριάζει στα δικά τους οικονομικά μεγέθη. Οι κεντροανατολικές χώρες το ίδιο με την Πολωνία να παίζει πλέον κεντρικό ρόλο. Η Ιρλανδία επανέκαμψε και η Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία το παλεύουν και αναζητούν το δικό τους μοντέλο. Συνεπώς, γιατί να μην μπορούμε και εμείς.

Να πάμε στην δραχμή λένε αρκετοί και να αντιγράψουμε το Brexit, σκέψεις που εντάσσονται και αυτές στις εύκολες και πρόχειρες λύσεις που μας βολεύουν και μας δίνουν προς στιγμή τη δυνατότητα να αποφεύγουμε να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα προτιμώντας αντί για αυτήν να εισπράττουμε οικειοθελώς την παραπλάνηση. Το σενάριο τρόμου λοιπόν της δραχμής το βλέπουν όλοι οπου και αν βρίσκονται και σε όποια οικονομική και ιδεολογική πλατφόρμα και αν ανήκουν, εκτός από ορισμένους από εμάς που όπως συνηθίζεται τα ξέρουν όλα. Το μόνο που αξίζει να πει κανείς εδώ είναι επιολαιότητα και άγνοια κινδύνου. Όσον αφορά το Brexit ντρέπομαι προσωπικά μόνο που το σκέφτομαι σαν έλληνας. Τι να πεις.Μια χώρα που κέρδιζε σε πολλά και διάφορα επίπεδα σαν μέλος της Ένωσης (το παράδεχρτηκαν και οι ίδιοι αμέσως μετά το δημοψήφισμα), επέλεξε ένα απόλυτα εθνικιστικό τρόπο να κλείσει τα σύνορα της σε κάθε πρόσφυγα αλλά εκ των πραγμάτων πλέον και σε κάθε ευρωπαίο πολίτη.  Να προδώσει όλες τις χώρες που παραμένουν στο καράβι της Ευρώπης αποφασισμένες να πάνε κόντρα, αλλά με σιγουριά απέναντι σε κάθε δυσκολία. Και τώρα η χώρα αυτή που νομίζει ότι είναι μεγάλη και ισχυρή από μόνη της παρακαλάει για ειδικές εμπορικές συμφωνίες με την Ευρώπη. Τι να ζηλέψω λοιπόν από το πολιτικό μοράλ μιας τέτοιας χώρας, την οποία σε καμμία περίπτωση δεν θα ήθελα να αντιγράψει η πατρίδα μου. 


Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα και ο λαός μας είναι πλήρης αντίληψη στο που πραγματικά βρισκόμαστε. Να δούμε και να πούμε την αλήθεια. Να προσδιορίσουμε τα προβλήματα και τις λυσεις τους χωρίς ιδεοληψίες και αφορισμούς. Ανάπτυξη, παραγωγική οικονομία, θεσεις εργασίας. Δεν μπορεί η σημερινή Ελλάδα να είναι από τις χειρότερες χώρες σε ότι αφορά στην προσέλκυση επενδύσεων. Δεν χρειάζονται ούτε εξυπνάδες, εθνικισμός, αλλά ούτε ψευτοπατριωτισμός από ντεμέκ ελληνάρες. Η Ελλάδα είχε και έχει μια λαμπρή ιστορία και ολοι μας είμαστε περήφανοι για αυτό και είναι πολλοί αυτοί που το σέβονται και εκτός χώρας. Αυτό είναι ιστορικα δεδομένο και δεν αλλάζει με τίποτε. Όμως εμείς και οι γενιές που έρχονται ζούμε το σήμερα με την εθνική αξιοπρέπεια να κρίνεται σε άλλους τομείς κοινωνικών και οικονομικών επιδόσεων. Να ανασκουμπωθούμε λοιπόν για να ξεφύγουμε ή αν θέλετε να αποδράσουμε από τη μιζέρια και τις κάθε τόσο επώδυνες και ψυχοφθόρες δοκιμασίες. Παραγωγική οικονομιά, πρόσθετο, νέο εισοδήματα γαι το κράτος. Και φυσικά δεν πουλάμε τη χώρα μας όταν δρομολογούμε και επιτρέπουμε επενδύσεις όπως η μεταλλευτική της Χαλκιδικής, άλλες που αφορούν στην αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών μας, ή οπως αυτή του Ελληνικού. Όταν έχεις ένα κράτος και μια διοίκηση που βάζει και τηρεί όρους δημοσίου συμφέροντος δεν φοβάσαι τίποτα. Ας πάρουμε παραδείγματα από άλλες χώρες που αν και έχουν αυστηρότερη φορολογία και περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελούν πρώτη επιλογή πολλών επενδυτών. Γιατί άραγε αυτό. Οι Σουηδοί όταν η Σααμπ δεν πήγαινε καλά το κράτος δεν χρησιμοποίησε λεφτά φορολογουμένων γαι να τη σώσουν αλλά την άφησαν να συρρικνωθεί. Πούλησαν μερικώς την Βόλβο σε κινέζους όπως και οι Γερμανοί την Όπελ. Αυτό σημαίνει και είναι σήμερα πατριωτισμός. Δηλαδή ρεαλισμός και πραγματική πραγματικότητα, ζώντας το σήμερα και το αύριο και όχι το άχρηστο πλέον χθες. Οι άνθρωποι επιβιώνουν και δημιουργούν από την κοινωνική τους παρουσία που ενισχύεται και μπορεί να είναι βιώσιμη μόνο με την εργασία και την οικονομική ποιότητα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη μόνο έτσι θα πάμε μπροστά και ψηλά, κυρίως για τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας.