Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η δημόσια διαβούλευση και η ΜΠΕ διασφαλίζουν την αναπτυξιακή βιωσιμότητα της επένδυσης για την παραγωγική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της ΒΑ Χαλκιδικής

Είναι γεγονός ότι η εκμετάλλευση πλούσιων κοιτασμάτων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) αποτέλεσε διαχρονικά βασικό σημείο αναφοράς για την εξορυκτική και μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα ελληνικά ορυκτά βρέθηκαν από νωρίς στο επίκεντρο του επενδυτικού και παραγωγικού ενδιαφέροντος, με ισχυρή εμπορική παρουσία στην παγκόσμια αγορά και ευκαιρίες απασχόλησης για μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Το 2010 καταγράφεται ήδη ανάκαμψη της παραγωγικής υποχώρησης που παρατηρήθηκε το 2009, ενώ υπάρχουν βάσιμες προοπτικές ότι η ανοδική πορεία θα συνεχισθεί και στο 2011, λόγω της προβλεπόμενης αύξησης στη ζήτηση πρώτων υλών της τάξης του 20 – 30%. Στη διατήρηση και ενδεχόμενα ενίσχυση του θετικού κλίματος έρχεται επίσης να συμβάλλει η ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες (ΠΠΙ) που με την σειρά της δημιουργεί ένα νέο αναπτυξιακό περιβάλλον για την μεταλλευτική βιομηχανία και προτρέπει τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν τις ΟΠΥ που διαθέτουν, με στόχο πλέον η Ευρώπη να στηρίζεται στις δικές της πρωτογενείς και δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές. Για τον σκοπό αυτό έχει επαναπροσδιορισθεί η ανάλυση του συνολικού κύκλου ζωής της μεταλλευτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα την ανάδειξη βέλτιστων πρακτικών, σε σχέση με άλλες δυναμικές χρήσεις γης, καθώς και θέματα εναρμόνισης και τήρησης της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας (όπως είναι η οδηγία για τη διαχείριση των μεταλλευτικών αποβλήτων), σε μία προοπτική εδραίωσης των όρων βιώσιμης ανάπτυξης. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την εφαρμογή της ΠΠΙ. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί εδώ ότι οι ΟΠΥ αποτελούν κυρίαρχο αναπτυξιακό στόχο της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την καινοτομία με ορίζοντα το 2020.
Η συγκεκριμένη επένδυση αφορά στην αξιοποίηση των χρυσοφόρων πολυμεταλλικών κοιτασμάτων παγκόσμιας κλάσης που φιλοξενούνται στην ΒΑ Χαλκιδική. Με βάση τα διαθέσιμα κοιτασματολογικά δεδομένα η συγκεκριμένη περιοχή τεκμηριώνει και συνιστά ένα ιδιαίτερα δυναμικό μεταλλογενετικό σύστημα που μπορεί ενδεικτικά να χαρακτηρισθεί μία βιώσιμη πλουτοπαραγωγικά δεξαμενή μετάλλων ικανή ν’ αυξήσει ακόμη περισσότερο τα σημερινά γνωστά αποθέματα. Παρά το γεγονός ότι η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου προσεγγίζει σήμερα τα 15 δισ. ευρώ, ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά.
Με βάση τα αποθέματα και το προαναφερόμενο μεταλλικό περιεχόμενο η Β. Ελλάδα, με αιχμή του δόρατος την ΒΑ Χαλκιδική, είναι από τις πλουσιότερες και βιωσιμότερες κοιτασματολογικά περιφέρειες της Ευρώπης, και μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην αναπτυξιακή ανάταση της χώρας. Σαν χώρα οφείλουμε «κατ’ αρχήν» να εκμεταλλευόμαστε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και να αξιοποιούμε αναπτυξιακά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που διαθέτουμε. Οι νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιεί σήμερα η εξορυκτική και μεταλλουργική βιομηχανία, η λειτουργική αναβάθμιση στην διαχείριση των «εν γένει» μεταλλευτικών αποβλήτων, η εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων παρακολούθησης και καταγραφής των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σε πραγματικό χρόνο, η αποτελεσματική και ολοκληρωμένη περιβαλλοντική αλλά και γεωμηχανική αποκατάσταση, παράλληλα με τη διαδικασία παραγωγής και τέλος ο πολυσχιδής θεσμικός και νομοθετικός μηχανισμός που έχει θέση σε εφαρμογή η ΕΕ για την προστασία των φυσικών αποδεκτών και της υγείας των πολιτών της, ελέγχουν και διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τους όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Με άλλα λόγια η οικονομική πρόοδος και η απασχόληση να συνοδεύονται και να συνυπάρχουν με την περιβαλλοντική προστασία. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), που αναφέρεται στην επένδυση και αποτελεί το βασικό θέμα της δημόσιας διαβούλευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, χαρακτηρίζεται με τη σειρά της από τη χρήση νέων φιλικών στο περιβάλλον τεχνολογιών παραγωγής, επιχειρεί την εφαρμογή λειτουργικών και ολοκληρωμένων λύσεων στη διαχείριση των αποβλήτων, στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, και προβλέπει διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης, σύμφωνα με τους ισχύοντες περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Σε συνδυασμό με την τήρηση και των πρόσθετων περιβαλλοντικών όρων που σίγουρα θα επιβληθούν αρμοδίως αλλά και αυτούς που θα προκύψουν από την διαδικασία της διαβούλευσης, είναι σίγουρο ότι οι όποιοι «εν δυνάμει» κίνδυνοι αφορούν στο περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι στην περίπτωση αυτή ελεγχόμενοι και περιορίζονται στο ελάχιστο.