Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Πολύτιμες και κρίσιμες ΟΠΥ διευρύνουν την μεταλλευτική αξία των ελληνικών κοιτασμάτων


Νέες αναπτυξιακές προκλήσεις

Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η ζήτηση για ορυκτές πρώτες ύλες (ΟΠΥ) τείνει διαρκώς αυξανόμενη πολλαπλασιαζόμενη (Παγκόσμια Τράπεζα) κατά μέσο όρο 4 φορές περίπου τον χρόνο. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη ο πληθυσμός της γης το 2100 θα ανέλθει στο 11 δις κάτι που παίζει κεντρικό ρόλο στην σταθερά αυξανόμενη κατανάλωση και ζήτηση ΟΠΥ. Για παράδειγμα κάθε άνθρωπος καταναλώνει 8 φορές περισσότερο χαλκό από ότι πριν 100 χρόνια, ενώ την ίδια περίοδο η παραγωγή χαλκού αυξήθηκε 34 φορές.    Από την άλλη πλευρά οι τρέχουσες ευρωπαϊκές στρατηγικές και πολιτικές γύρω κυρίως από προκλήσεις, στόχους και χρονοδιαγράμματα που αφορούν σε έξυπνες πόλεις, βιώσιμες κοινωνίες, στις κλιματικές δεσμεύσεις, στην πράσινη ενέργεια αλλά και την με ραγδαίους ρυθμούς διευρυνόμενη ηλεκτροκίνηση, όλα αυτά λοιπόν χρειάζονται τεχνολογίες που απαιτούν και  εξαρτώνται απόλυτα από την χρήση ΟΠΥ. Η ζήτηση και οι ανάγκες για νέες, κρίσιμες για την Ευρώπη ΟΠΥ, όπως  είναι τα πλατινοειδή μέταλλα, οι σπάνιες γαιές, το γκάλιο, το γερμάνιο, το ίνδιο, το αντιμόνιο, το βισμούθιο, έρχονται στο παραγωγικό προσκήνιο, ενώ ακόμη και άλλες παραδοσιακότερες επανέρχονται πιο δυναμικά από πλευράς αυξανόμενου βιομηχανικού ενδιαφέροντος με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον χαλκό (να αναφέρω εδώ ότι κάθε ηλεκτρικό αυτοκίνητο χρησιμοποιεί 25 κιλά χαλκού λαμβάνοντας την ίδια στιγμή υπόψη τις προβλέψεις ότι το 2020 θα φθάσουν να πωλούνται 10 εκ ηλεκτρικών οχημάτων και το 2030 100 εκ), το νικέλιο, ο λευκόλιθος, που προέρχονται από ΟΠΥ που διαθέτει η χώρα μας. Για την κατασκευή για παράδειγμα μπαταριών λιθίου που είναι απαραίτητες για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα, χρειάζονται ΟΠΥ λιθίου, κοβαλτίου, γραφίτη, μαγγανίου, βαναδίου,κασσιτέρου, καθώς και των προαναφερόμενων χαλκού και νικελίου, που εξελίσσονται σε στρατηγικά ορυκτά και μέταλλα και βέβαια χωρίς την άμεση κοιτασματολογική τους εξόρυξη και μεταλλευτική τους παραγωγή, κυρίως από το ευρωπαϊκό έδαφος και υπέδαφος, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να υλοποιήσουμε ή ακόμη να πλησιάσουμε τους κοινωνικούς στόχους που έχουν τεθεί για νέες μορφές ενέργειας και βιομηχανίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σε κάθε περίπτωση η εντατικοποίηση της κοιτασματολογικής έρευνας για νέα αποθέματα ΟΠΥ, η έναρξη εξόρυξης βεβαιωμένων κοιτασμάτων, αλλά και η βιωσιμότητα παραγωγικής λειτουργίας ενεργών μεταλλείων, αποτελούν σήμερα αναπτυξιακό μονόδρομο.

Κοιτασματολογικός προορισμός η Ελλάδα

Η Ελλάδα είναι διαχρονικά μεταλλευτική χώρα στη βάση ενός δυναμικού παραγωγικού κεφαλαίου μεταλλικών ορυκτών (θυμίζω το αλουμίνιο, το νικέκιο, τα βασικά μέταλλα), βιομηχανικών ορυκτών (όπως ο λευκόλιθος, περλίτης, μπεντονίτης, και άλλα) και διακοσμητικών ορυκτών και δομικών λίθων όπως είναι τα μάρμαρα. Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα, η χώρα πρέπει να είναι παρούσα, δεδομένου του ευνοϊκού γεωλογικού και μεταλλογενετικού περιβάλλοντος που την χαρακτηρίζει, αφού το λεγόμενο μεταλλογενετικό τόξο της Τηθύος (ονομάζεται και Καρπαθο-Βαλκανικό) στο οποίο ανήκει και εντάσσεται, συνιστά μαζί με τα αντίστοιχα στη Σκανδιναβία και την Ιβηρική χερσόνησο την τρίτη σε αριθμό σημαντικότερη κοιτασματολογική περιφέρεια της Ευρώπης. Συγκεκριμένα,
·       Το μεταλλογενετικό περιβάλλον των ορογενετικών μαγματικών τόξων, όπως για παράδειγμα είναι το ελληνικό, και ο συνδυασμός πολυμεταλλικών / πορφυρικών / επιθερμικών τύπων που παράγει, διαμορφώνουν ευνοϊκές  συνθήκες για τον εντοπισμό πλούσιων και δυναμικών κοιτασμάτων χρυσού και κρίσιμων μετάλλων όπως το ίνδιο, το βισμούθιο, το γερμάνιο, το αντιμόνιο, τα πλατινοειδή.
·       Η γεωτεκτονική χώρο-χρονική εξέλιξη της Μακεδονίας και Θράκης αλλά και της ευρύτερης Βαλκανικής, συνιστά ένα ιδιαίτερα δυναμικό μεταλλογενετικό σύστημα ικανό να αποθέσει χρυσοφόρα πολυμεταλλικά (Pb-Zn-Au-Ag, Cu-Au, Au) κοιτάσματα παγκόσμιας κλάσης.
·       Η αξιοποίηση της μεταλλογενετικής ερμηνείας στον καθορισμό χωροχρονικά και γεωδυναμικά ελεγχόμενων τύπων αποτελεί βασικό δείκτη και παράμετρο για την βιώσιμη εκμετάλλευσή τους.

Η συνολική μεταλλευτική αξία στα γνωστά ελληνικά κοιτάσματα Ni, Cr, Pb, Zn, Au, Ag, Cu, Mo, W, Mn, Sb υπολογίζεται σε 80 δις ευρώ. Η συνολική μικτή αξία του μεταλλικού περιεχομένου στις Σκουριές, Ολυμπιάδα, Στρατώνι, Σάπες, Πέραμα και Καστοριά προσεγγίζει τα 28 δις (Αρβανιτίδης και Παπαβασιλείου, 2011). Συνολικά βέβαια και δυναμικά αποθέματα χρυσού ανέρχονται σε περίπου 420 τόνους. Ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούντα στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος, συχνά με την παρουσία αυξημένων συγκεντρώσεων κρίσιμων ΟΠΥ, είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν τα προαναφερόμενα οικονομικά μεγέθη. Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο η Β. Ελλάδα είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης και αποτελεί σταθερή μεταλλευτική πηγή για την βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση να συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών μη/ενεργιεακών ορυκτών πρώτων υλών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικός Χρυσός τα συνολικά δυναμικά αποθέματα στις Σκουριές ανέρχονται σε 289,3 εκ.τον. με 0,58 γρ./τον. χρυσός και 0,43 % χαλκός που αντιστοιχούν σε 5,4 εκ. ουγγιές χρυσού και 1,2 εκ. τον. χαλκού. Τα βέβαια αποθέματα είναι 125,7 εκ. τον. με  0,77 γρ./τον. χρυσό and 0,51 % χαλκό που αντιστοιχούν σε 3,8 εκ. ουγγιές χρυσού και 776.000 τόνους χαλκού. Στην Ολυμπιάδα τα συνολικά αποθέματα υπολογίζονται σε 14,7 εκ.τον., με 8,1 γρ./τον. χρυσό, 137 γρ./τον. άργυρο, 4,7 % μόλυβδο και 6,2 % ψευδάργυρο.. Τα αντίστοιχα μεταλλικά αποθέματα είναι 3,8 εκ. ουγγιές χρυσός, 64,9 εκ. ουγγιές άργυρος, 685.000 τόνοι μόλυβδος και 911.000 τόνοι ψευδάργυρος. Τα σημερινά αποθέματα στις Μαύρες Πέτρες εκτιμώνται 700.000 τόνοι με 178 γρ./τον. άργυρο, 6,9% μόλυβδο και 9,3% ψευδάργυρο. Τα βεβαιωμένα αποθέματα είναι 581.000 τόνοι με 161 γρ./τον. άργυρο, 6,2% μόλυβδο και 8,3% ψευδάργυρο.    

Η γεωλογική όμως αυτή κληρονομιά και η «εν δυνάμει» αναπτυξιακή παρακαταθήκη που προκύπτει, παραμένουν αναξιοποίητες αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές και σταθερή, αλλά και συνάμα προοδευτική προγραμματική πορεία, στη βάση συστηματικής κοιτασματολογικής έρευνας και αυξανόμενα διευρυμένης μεταλλευτικής παραγωγής. Σε μια γρήγορη αρχική προσέγγιση από την πλευρά μου θα έβλεπα 4 βασικές ενέργειες,  πρακτικές και δράσεις.
1.     Έρευνα για την αύξηση των αποθεμάτων ενεργών μεταλλείων ώστε να υπάρξει μεταλλευτική ή κοιτασματολογική επέκταση της παραγωγικής τους ζωής.
2.     Έρευνα στο περιβάλλον ενεργών μεταλλείων για περαιτέρω διεύρυνση του αποθεματικού δυναμικού σε μια προοπτική συνέχισης της παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς και κοιτασματολογική διερεύνηση παρουσίας αξιοποιήσιμων κρίσιμων (ΟΠΥ).
3.     Έρευνα ιστορικών ή γνωστών από το νεώτερο παρελθόν μεταλλευτικών περιοχών (αποκαλούνται ευρύτερα Brownfields σε διαφοροποίηση από τα Greenfields) π.χ. οι ΔΜΧ της χώρας στη βάση της επαναξιολόγησης τους που πραγματοποιήθηκε πριν ορισμένα χρόνια από αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και δεδομένα που καταγράφονται και ισχύουν σήμερα.
4.     Έρευνα σε περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος όπως έχουν προσδιοριστεί από τις μελέτες και τα έργα που κυρίως πραγματοποίησε το ΙΓΜΕ.       

Πέρα και τις βάσιμες ενδείξεις ότι το περιβάλλον των γνωστών πολυμεταλλικών κοιτασμάτων των βωξιτών, των λατεριτών, του λευκολίθου, των διαφόρων λατομείων βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων,  αποτελεί σε κάθε περίπτωση βιώσιμη  και «πλουτοπαραγωγική πηγή» ΟΠΥ, ικανή να αυξήσει σημαντικά τα σημερινά γνωστά αποθέματα, υπάρχουν στην περίπτωση των μεταλλικών ορυκτών  δυνατότητες για συστηματικότερη έρευνα και σε άλλες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος στην Β. Ελλάδα, όπως προκύπτει από προηγούμενες έρευνες του ΙΓΜΕ (Αρβανιτίδης, 2010 και 2011). Μεταξύ αυτών χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι,
·       η ζώνη λειμωνιτικών εμφανίσεων χρυσού στον ορεινό όγκο Αγκίστρου – Βροντούς – Μενοικίου, στις Σέρρες και Δράμα
·       τα πορφυρικά συστήματα χαλκού- χρυσού της ευρύτερης περιοχής Ποντοκερασιάς – Γερακαριού – Βάθης – Μυλοχωρίου – Δροσάτου (Κιλκίς)
·       η δυναμική πολυμεταλλική παρουσία μικτής θειούχου μεταλλοφορίας στην ζώνη Φαρασινού – Συκιδίων στην Δράμα, αλλά και Πολυκάστρου στο Κιλκίς
·       οι νέοι στόχοι εντοπισμού επιθερμικού χρυσού σε μεταλλοφόρες δομές των περιοχών Κίρκης και Πεύκων στον Έβρο

Καινοτόμες τεχνολογίες κοιτασματολογικής έρευνας

Κοινός παρανομαστής και βασικές προϋποθέσεις στην υλοποίηση των 4 αυτών ερευνητικών παρεμβάσεων είναι.
·       Το γεγονός ότι η κοιτασματολογική έρευνα είναι σήμερα αποτελεσματικότερη και πιο αποδοτική στη βάση εφαρμογής έξυπνων μεθόδων και καινοτόμων τεχνολογιών. Την περίοδο αυτή με την συμμετοχή από πλευράς Ελλάδας, του Ελληνικού Χρυσού, αφού συγκεκριμένες πιλοτικές δοκιμές πραγματοποιούνται σχετικά στο κοίτασμα και το μετάλλευμα του μεταλλείου Μαύρων Πετρών στη Στρατονίκη και το Στρατώνι, ερευνητική ομάδα με εταίρους απο Σουηδία, Φινλανδία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία, Κύπρο και άλλους υλοποιεί ευρωπαϊκό έργο X-Mine στο πλαίσιο και στη βάση του οποίου, με την δυαδική τεχνολογική χρήση αισθητήρων ακτίνων-Χ γίνονται αναλύσεις πυρήνων γεωτρήσεων και βελτιώνεται η διαδικασία εμπλουτισμού σε άμεση και σχεδόν πραγματική σχέση με τον παραγωγικό χρόνιο, με αποτέλεσμα την ασφαλέστερη εξορυκτική λειτουργία, καλύτερες συνθήκες εργασίας και αποτελεσματικότερη διαχείριση των μεταλλευτικών αποβλήτων (X-MINE Project-Real-Time Mineral X-Ray Analysis for Efficient and Sustainable Mining).
·       Ο στόχος της κοιτασματολογικής έρευνας να είναι o εντοπισμός κοιτασμάτων σε βαθύτερα τμήματα του υπεδάφους (>500 μέτρων), τόσο στις ενεργά μεταλλευτικές περιοχές, όσο και στις περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος. Υπάρχουν σήμερα για παράδειγμα γεωφυσικές μέθοδοι που τρυπάνε το γεωλογικό/κρυσταλλικό υπόβαθρο και μεταφέρουν στην επιφάνεια κοιτασματολογικές πληροφορίες από μεγάλα βάθη, όπως επίσης υπάρχουν ερμηνευτικά μοντέλλα που απεικονίζουν τρισδιάστατα την γεωμετρική παρουσία και εξέλιξη σε βάθος «χαρτογραφημένων» μεταλλλοφόρων σωμάτων.
·       Πρόσθετη διάσταση που πρέπει να λάβει υπόψη της η κοιτασματολογική έρευνα είναι το γεγονός ότι στη βάση καινοτόμων τεχνολογιών και νέων μεθόδων εμπλουτισμού και μεταλλουργίας που υπάρχουν σήμερα, ακόμη και χαμηλότερες μεταλλικές περιεκτικότητες μπορούν να χαρακτηριστούν κοιτασματολογικά εκμεταλλεύσιμες. Και βέβαια αυτό συνεπάγεται ότι ο στόχος πλέον δεν είναι τα 2-3 πλούσια μέταλλα, αλλά και τα συνοδά που ενδεχομένως συμπεριλαμβάνονται και τα οποία μπορεί μάλιστα να έχουν και μεγαλύτερη μεταλλευτική αξία. Ένα κοίτασμα νικελίου, όπως είναι οι λατερίτες ης ΛΑΡΚΟ, μπορεί για παράδειγμα να περιέχει εκμεταλλεύσιμες αν και σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις κοβαλτίου σε σχέση με την μεγάλη ζήτηση και τις υψηλές τιμές που παρουσιάζει σήμερα (Alves Dias P., Blagoeva D., Pavel C., Arvanitidis N., 2018). Η ζήτηση για το κοβάλτιο προβλέπεται να αυξάνεται κατά 14,5% τον χρόνο μέχρι το 2027 ( Roskill: Cobalt Demand in Batteries Set to Grow at 14.5% py to 2027).  Βρισκόμαστε λοιπόν σε περιόδους που η αυξανόμενη ζήτηση συμπίπτει χρονικά με κοιτάσματα χαμηλών περιεκτικότητων. Από πλούσια κοιτάσματα και σχετικά μικρού κόστους κοιτασματολογική έρευνα στα προηγούμενα χρόνια καλούμαστε σήμερα μέσα από σαφώς πιο ακριβή κοιτασματολογική έρευνα να δημιουργήσουμε προοπτική οικονομικότητας σε φτωχά κοιτάσματα. Νέα μεταλλευτική πρόκληση αποτελεί επίσης η δυναμική οικονομικότητα μετάλλων που συνοδεύουν βασικούς κοιτασματολογικούς τύπους όπως για παράδειγμα, η ενδεχόμενη παρουσία σπανίων γαιών και γαλλίου στα κοιτάσματα αλουμινίου, παλλαδίου στα πεοφυρικά χαλκού, ινδίου και γερμανίου στα πολυμεταλλικά θειούχα. Όλη αυτή η εξέλιξη οδηγεί στην ανάγκη ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και διεπιστημονικών μεθόδων κοιτασματολογικής έρευνας.
·       Στις βασικές επιδιώξεις της κοιτασματολογικής έρευνας πρέπει να περιλαμβάνεται ο διαδικαστικός έλεγχος και διαχείριση σε όλη την πορεία, στάδια και εξέλιξη της παραγωγικής αλυσίδας αξίας κάθε ΟΠΥ, με βασικό στόχο την μείωση έως και ολοκληρωτική απουσία μεταλλευτικών αποβλήτων μέσα από καινοτόμο εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών εντοπισμού και εξόρυξης, αλλά φυσικά μέσα από την ανακλυκλωση και επαναξιοποίηση τους στη βάση της κυκλικής οικονομίας που επίσης αποτελεί στρατηγική ευρωπαϊκή επιλογή. Αυτό περιλαμβάνει και τα ιστορικά μεταλλευτικά απόβλητα, που σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν «εν δυνάμει» δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές κρίσιμων και στρατηγικών ΟΠΥ.  
·       Η τήρηση των αρχών βιωσιμότητας και υπεύθυνης εξόρυξης αποτελούν οδηγό και απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε πρωτοβουλία κοιτασματολογικής έρευνας και παραγωγικής αξιοποίησης των ΟΠΥ. Στη κατεύθυνση αυτή οφείλει επίσης να λειτουργεί κάθε διαδικασία που αφορά στην στρατηγική επιλογή μεταλλευτικών χρήσεων γης και προώθηση της εξορυκτικής αξιοποίησης τους.

Βιβλιογραφία και διαδυκτιακή σύνδεση

Αρβανιτίδης Ν., 2010: Βιώσιμα κοιτάσματα μεταλλικών ορυκτών στην Μακεδονία και Θράκη, ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ « ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ», ΗΜΕΡΙΔΑ ΕΞΠΡΕΣ – ΣΜΕ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 29 ΜΑΙΟΥ, 2010.

Arvanitidis N., 2011: Sustainable development opportunities for Greek metallic minerals, MINERAL RESOURCES IN GREECE A HIDDEN WEALTH, 1ST INTERNATIONAL CONFERENCE, April 5, 2011, Athens

Αρβανιτίδης Ν. & Παπαβασιλείου Κ., 2011: Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος-Νέες αναπτυξιακές δυνατότητες για βιώσιμες & παραγωγικές επενδύσεις, Έκδοση ΙΓΜΕ.

Alves Dias P., Blagoeva D., Pavel C., Arvanitidis N., 2018: Cobalt: demand-supply balances in the transition to electric mobility. Technical report by the Joint Research Centre (JRC), the European Commission’s science and knowledge service. EUR 29381 EN.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου